Σκληρή κριτική κατά της κυβέρνησης και του υπουργείου Παιδείας εξαπέλυσε ο Αλέξης Τσίπρας για την συνολική διαχείριση της εκπαιδευτικής κοινότητας σε όλη την περίοδο της πανδημίας.
«Αποδεικνύεται πως η κυβέρνηση και η υπουργός Παιδείας επιδεικνύουν μια τρομακτική ανεμελιά στο να προτάξουν παρεμβάσεις και λύσεις για την προστασία και των μαθητών και των εκπαιδευτικών», ανέφερε ο Αλέξης Τσίπρας σε τηλεδιάσκεψη που είχε με τη Διδασκαλική Ομοσπονδία Ελλάδας, σημειώνοντας ότι «τα σχολεία ανοίγουν όπως έκλεισαν χωρίς να έχει γίνει τίποτα στο μεσοδιάστημα που να δημιουργεί μια αίσθηση μεγαλύτερης ασφάλειας».
Ο κ. Τσίπρας κατηγόρησε την κυβέρνηση για τις προτάσεις που είχε καταθέσει τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Διδασκαλική Ομοσπονδία «για αραίωση των τμημάτων, προσλήψεις εκπαιδευτικών και εκ περιτροπής λειτουργία των σχολείων, όπως έχει γίνει και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες». Οι προτάσεις αυτές «όχι μόνο δεν εισακούστηκαν, αλλά αντίθετα με νομοθετική παρέμβαση της κυβέρνησης το περασμένο καλοκαίρι, τα σχολεία ανοίγουν με αυξημένο τον ανώτατο αριθμό μαθητών στο δημοτικό» πρόσθεσε, τονίζοντας ότι η Ελλάδα είναι η χώρα με τον περισσότερο χρόνο με κλειστά σχολεία.
«Η κυβέρνηση αποφάσισε να ανοίξει την εκπαίδευση με μοναδικό όπλο τα self test, που βεβαίως είναι χρήσιμο εργαλείο αλλά τελείως συμπληρωματικό δεδομένου ότι δεν έχουν και πολύ υψηλή ευαισθησία» σημείωσε χαρακτηριστικά ο κ. Τσίπρας, τονίζοντας πως ένα συλλογικό συμπέρασμα που πρέπει να εξαχθεί και ένα μήνυμα που πρέπει να ληφθεί είναι ότι «η πανδημία μας αναγκάζει να ξαναδούμε πράγματα που τα θεωρούσαμε παρωχημένα ή είχαμε παραμελήσει, ο δημόσιος χώρος, το ΕΣΥ και το δημόσιο εκπαιδευτικό σύστημα».
Υπογράμμισε ότι «ουσιαστικές παρεμβάσεις, ένα ισχυρό κοινωνικό κράτος πρέπει να είναι η σύγχρονη απάντηση και όχι πολιτικές που κατακερματίζουν την εργασία, τα δημόσια αγαθά, την παιδεία, την υγεία και ούτε μπορούν να λυθούν διαρκώς με αναπληρωτές και με προγράμματα που δεν λειτουργούν».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Τσίπρας σημείωσε ότι «πρέπει να υπάρξει άμεσα μια διαδικασία δρομολόγησης προσλήψεων στην πρωτοβάθμια και τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση». «Η εκτίμηση που έχουμε με βάση τον αριθμό των συνταξιοδοτούμενων εκπαιδευτικών είναι ότι αν δεν υπάρξει ένα σοβαρό πρόγραμμα τουλάχιστον 15.000 προσλήψεων το επόμενο διάστημα σχεδόν το 1/3 των εκπαιδευτικών στην πρωτοβάθμια την επόμενη χρονιά θα πρέπει να είναι αναπληρωτές. Δεν μπορεί να λειτουργήσει έτσι κανένα εκπαιδευτικό πρόγραμμα», σημείωσε. Πρόσθεσε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε δρομολογήσει ένα πρόγραμμα 5.000 + 5.000 για το 2020 και το 2021, «δεν προχώρησε ή προχώρησε καθυστερημένα, προφανώς με τα δεδομένα που έχουν προκύψει ούτε αυτό το πρόγραμμα θα ήταν επαρκές». «Χρειάζεται μια άλλη οπτική συνολικά για να αντιμετωπιστούν τα μεγάλα ζητήματα που έχουμε μπροστά μας», είπε.
Παράλληλα, πρόσθεσε ότι ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών κατά προτεραιότητα σε όλες τις βαθμίδες θα έπρεπε να είναι ένα μέλημα της κυβέρνησης «που δεν έγινε». «Επιδεικνύουν και εξαιρετική επιδεξιότητα στο να προωθούν συμβάσεις με εταιρείες όπως η Cisco για την τηλεκπαίδευση που πέρα από το ότι επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο δημιουργούν και πολύ μεγάλα ερωτηματικά σε σχέση με τη διαχείριση των προσωπικών δεδομένων», είπε για την κυβέρνηση και το υπουργείο Παιδείας.
Από την πλευρά του ο Γενικός Γραμματέας της ΔΟΕ, Σταύρος Πετράκης, τόνισε πως ο εμβολιασμός των εκπαιδευτικών «απέχει πολύ από το να ολοκληρωθεί κι αυτό δημιουργεί πρόσθετα προβλήματα», ενώ χαρακτήρισε «στόχο» να προετοιμαστεί όσο καλύτερα γίνεται το έδαφος για την ομαλή έναρξη της επόμενης σχολικής χρονιάς».
«Έχοντας ως δεδομένη την απαραξία της κυβέρνησης το προηγούμενο καλοκαίρι που ουσιαστικά δεν προχώρησαν σε καμία ενέργεια για να προετοιμαστεί το έδαφος για όλο αυτό που θα συνέβαινε, θέλουμε να πιστεύουμε ότι όλοι πρέπει να βοηθήσουμε για να μην ξανασυμβεί αυτό» τόνισε ο γγ της ΔΟΕ.
Παράλληλα, έκανε λόγο για παιδαγωγικές ανισότητες και αρκετά ανοικτά ζητήματα που υπάρχουν, επισημαίνοντας ότι «η τηλεκπαίδευση δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη δια ζώσης διδασκαλία», σημειώνοντας πως «αυτά πρέπει να αντιμετωπιστούν στη νέα σχολική χρονιά με ένα μεγάλο πρόγραμμα ενισχυτικής διδασκαλίας ιδιαίτερα των αδύνατων μαθητών και ιδιαίτερα των μικρών τάξεων». «Θα πρέπει να υπάρξει πρόβλεψη για την ενισχυτική διδασκαλία για να μη μεγαλώσουν οι ανισότητες», είπε.
Αναφερόμενος στα κενά στα σχολεία τα χαρακτήρισε «πάρα πολύ μεγάλα», σημειώνοντας πως στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση φέτος είχαμε 30.000 αναπληρωτές και είχαμε και αποχωρήσεις πάρα πολλών εκπαιδευτικών με συνταξιοδοτήσεις, αυτός ο αριθμός θα προσεγγίσει περιπου τις 40.000». Στο πλαίσιο αυτό, χαρακτήρισε τους 5.250 διορισμοί που είναι προγραμματισμένοι για φέτος «σταγόνα στον ωκεανό».
Ο κ. Πετράκης πρόσθεσε ότι η γενίκευση του προγράμματος προσχολικής εκπαίδευσης που δρομολογήθηκε από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα καθώς υπάρχει ένα μικρό ποσοστό δήμων -ωστόσο μεγάλων δήμων της χώρας- που δεν την έχει υλοποιήσει και πως η δέσμευση της κυβέρνησης είναι ότι από τον Σεπτέμβριο θα λειτουργήσει σε όλη τη χώρα.
«Ελπίζουμε να γίνει πραγματικότητα, όμως δεν μπορεί να μην επισημάνουμε ότι η λειτουργία της θα γίνει κάτω από πολύ δύσκολες συνθήκες και πολλές φορές απαράδεκτες παιδαγωγικά, δηλαδή με κοντέινερ που θα τοποθετηθούν στους ήδη μικρούς αύλιους χώρους άλλων σχολείων με ό,τι αυτό συνεπάγεται. «Άρα ένα εκτεταμένο πρόγραμμα σχολικής στέγης που θα αφορά σε πρώτο χρόνο στην προσχολική αγωγή και εκπαίδευση δεν μπορεί να μην είναι στις εκπαιδευτικές προτεραιότητες οποιουδήποτε θέλει να λέει ότι ενδιαφέρεται για τη δημόσια εκπαίδευση», τόνισε. Κρίσιμο χαρακτήρισε και το θέμα των υπηρεσιακών συμβουλίων, αναφέροντας ότι «ο εκπαιδευτικός κόσμος γύρισε την πλάτη στις μεθοδεύσεις του υπουργείου Παιδείας σε αυτό το ζήτημα».
Τέλος, ο γγ της ΔΟΕ έκανε ιδιαίτερη αναφορά και στο εργασιακό νομοσχέδιο του κ. Χατζηδάκη, που «απ’ ό,τι διαβάζουμε όλοι από τις διαρροές στα ΜΜΕ θα δημιουργήσουν ένα τοπίο που θα φέρει πολύ δύσκολες καταστάσεις για τους εργαζόμενους και θα γυρίσει τη χώρα σε περασμένα χρόνια». Είπε ότι «θα πρέπει όλοι να εντείνουμε την αντίσταση μας απέναντι σε αυτό το νομοθέτημα που δεν θα πρέπει να κατατεθεί και που αν κατατεθεί θα πρέπει να ακυρωθεί στην πράξη».