Στη φυλακή θα οδηγηθούν ένας 64χρονος συνταξιούχος δάσκαλος, όπως και μια 52χρονη μητέρα, μετά και τις ποινές κάθειρξης 7 ετών, που τους επέβαλε χθες το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας, καθώς κρίθηκαν ένοχοι, ο μεν δάσκαλος για γενετήσιες πράξεις σε βάρος ενός 10χρονου κοριτσιού και μάλιστα κατ’ εξακολούθηση και η δε 52χρονη για συνέργεια στις πράξεις του δασκάλου σε βάρος της κόρης της.
Μια υπόθεση που έλαβε χώρα τον Οκτώβριο του 2007 σε χωριό των Τρικάλων (σ.σ. η 10χρονη ήταν τότε μαθήτρια της Ε’ τάξης Δημοτικού Σχολείου και ο καταδικασθείς δάσκαλος ήταν τότε 48 ετών) και αποκαλύφθηκε, έπειτα από εισαγγελική έρευνα 13 χρόνια αργότερα, το φθινόπωρο του 2020, όταν η μεγαλύτερη αδελφή της 10χρονης σε μια στιγμή συναισθηματικής φόρτισης εκμυστηρεύτηκε στην κοινωνική λειτουργό τα όσα βίωσε η μικρότερη αδελφή της, τόσο στο σχολείο όσο και στο σπίτι του δασκάλου.
Ο Εισαγγελέας της έδρας, αγορεύοντας επί ώρα, παρατήρησε το «μη υποστηρικτικό», όπως χαρακτήρισε το οικογενειακό περιβάλλον της 10χρονης, η οποία δεν ανέφερε αμέσως το γεγονός στους γονείς, παρά μόνο με την επανάληψη των πράξεων του δασκάλου στους παππούδες. Χωρίς, ωστόσο, όπως τόνισε ο Εισαγγελέας, «υπό τον φόβο της αποκάλυψης στην κλειστή τοπική κοινωνία και της ντροπής που προκαλούσε», οι παππούδες να προσχωρήσουν σε κάποια ενέργεια για την «προστασία της αγνότητας της παιδικής ηλικίας» της 10χρονης.
Τόσο ο δάσκαλος όσο και η μητέρα αρνήθηκαν με σθένος τις κατηγορίες. «Όλα είναι ψέματα, ήθελαν να εκδικηθούν τη μητέρα τους που τα εγκατέλειψε και έβαλαν και εμένα στο κάδρο» τόνισε ο δάσκαλος στην απολογία του, τονίζοντας ότι όλα ξεκίνησαν από την «εκδικητική συμπεριφορά» της μεγαλύτερης αδελφής της παθούσης προς τη μητέρα τους, αποδίδοντας την κατηγορία σε σχέδιο σε βάρος του.
«Ποτέ δεν θα πήγαινα το παιδί μου σε έναν βιαστή. Να βλέπω την κόρη μου ότι τη βιάζει ο δάσκαλος και θα το δεχόμουνα; Όλα είναι ψέματα…» τόνισε στην απολογία της η 52χρονη μητέρα. Ο Εισαγγελέας έκανε εκτενή αναφορά στον ρόλο της μητέρας, τονίζοντας, μεταξύ άλλων, πως «μολονότι όφειλε να επιδεικνύει ιδιαίτερη μέριμνα», αυτή «δεν έπραξε το παραμικρό για να προστατεύσει την ανήλικη».
Αντιθέτως, στην παρέδιδε στον συγκατηγορούμενο», «έρμαιο στα χέρια του», «παρέχοντας δυστυχώς άμεση υποστηρικτική συνδρομή» στον δάσκαλο.
Από τη χθεσινή ακροαματική διαδικασία δεν έλειψαν, επίσης, οι στιγμές έντασης, με την 25χρονη σήμερα παθούσα να «επιτίθεται» στον δάσκαλο την ώρα της απολογίας.
Η συναισθηματική φόρτιση διέκρινε και την απολογία της μητέρας που με λυγμούς περιέγραφε καταστάσεις ενδοικογενειακής βίας που βίωνε από τον σύζυγό της και όταν αυτός βρισκόταν υπό την επήρεια αλκοόλ, περιγράφοντας έτσι τους λόγους που την οδήγησαν να εγκαταλείψει το σπίτι, διατηρώντας, ωστόσο, όπως είπε, επαφή με τις κόρες.
«ΤΗ ΒΟΗΘΟΥΣΕ ΣΤΑ ΜΑΘΗΜΑΤΑ…»
Όπως τόνισε στην κατάθεσή της η 25χρονη σήμερα παθούσα, το 2007 και σε ηλικία 10 ετών και ενώ φοιτούσε στην Ε’ τάξη Δημοτικού, ενώ στο σχολείο βρισκόταν και άλλα παιδιά και δασκάλα, ο δάσκαλος τη φώναξε στην αίθουσα του Ολοήμερου και με το πρόσχήμα του μολυβιού που έπεισε κάτω από την έδρα την «εγκλώβισε» κάτω από το γραφείο τοποθετώντας την καρέκλα του δασκάλου και τότε άνοιξε το φερμουάρ του παντελονιού του, με την παθούσα να περιγράφει την πράξη που ακολούθησε.
Το επόμενο διάστημα και με την πρόφαση της «βοήθειας στα Μαθηματικά» η μητέρα της μαθήτριας την πήγαινε στο σπίτι του δασκάλου, ο οποίος, «εκμεταλλευόμενος την απουσία της οικογένειάς του», «προέβαινε, κατ’ εξακολούθηση, σε ολοκληρωμένες ερωτικές επαφές μαζί της» μέχρι και τις αρχές της σχολικής χρονιάς 2009- 2010. Λόγο για τον οποίο η μητέρα καταδικάστηκε για συνέργεια στις πράξεις του δασκάλου.
Ο Εισαγγελέας της έδρας αποδόμησε τους ισχυρισμούς των συγκατηγορουμένων, δασκάλου και μητέρας, σημειώνοντας την αξιοπιστία της κατάθεσης της μαθήτριας, λέγοντας πως «η παθούσα περιέγραψε με λεπτομέρειες τις πράξεις, στο σχολείο, αλλά και στο σπίτι του δασκάλου, πράξεις με έντονο σεξουαλικό χαρακτήρα που κατέτειναν στην προσβολή τη ανήλικης».
«Ο τρόπος με τον οποίο αναφάνηκαν στην επιφάνεια τα γεγονότα του απώτατου παρελθόντος, συνηγορεί περί της ουσιαστικής τους βασιμότητας» τόνισε ο Εισαγγελέας, με αφορμή την αποκάλυψη των γεγονότων όχι από την παθούσα, αλλά από την αδελφή της, 13 χρόνια μετά, και όχι μέσω επίσημης καταγγελίας στις Διωκτικές Αρχές. Διάσταση στην οποία επέμενε και η πρόεδρος του Μ.Ο.Ε. με ερωτήσεις στον κατηγορούμενο δάσκαλο και με δεδομένο ότι η 10χρονη ουδέποτε κατήγγειλε το γεγονός.
Ο Εισαγγελέας υπογράμμισε ότι «δεν αναιρεί την αξιοπιστία της παθούσας το γεγονός ότι ουδέποτε κατήγγειλε αρμοδίως» τα όσα συνέβησαν, πλην της μόνης αναφοράς στο στενό οικογενειακό της περιβάλλον, «δεδομένης της ντροπής που αισθανόταν, συναίσθημα σύνηθες στα θύματα τέτοιων πράξεων, του φόβου και της εξάρτησης της από τον κατηγορούμενο, αλλά και του γεγονότος ότι εξέλειπε το υποστηρικτικό περιβάλλον».
«Αποδείχθηκαν οι πράξεις για τις οποίες καταδικάστηκαν» και πρωτόδικα για να προτείνει, τέλος, την ενοχή και των δύο κατηγορουμένων.
Το Μικτό Ορκωτό Εφετείο Λάρισας με μια κατά πλειοψηφία (6-1) απόφαση (μειοψήφησε ένας ένορκος) έκρινε ενόχους και τους δύο κατηγορουμένους. Με κατά πλειοψηφία (4-3) απόφαση αναγνωρίστηκαν δύο ελαφρυντικά, με το Δικαστήριο να επιβάλει ποινή κάθειρξης 7 ετών (από 8 έτη πρωτόδικα), με αποτέλεσμα οι δύο κατηγορούμενοι να οδηγηθούν χθες στη φυλακή.
Εφημερίδα Ελευθερία / Βαγγέλης Κακάρας