Tο ξημέρωμα της 29ης Δεκεμβρίου του 1989 οι αξιωματικοί που είχαν υπηρεσία στην ασφάλεια Αττικής αντίκρισαν αυτό που πιθανότατα ήταν το πιο αλλόκοτο θέαμα της ζωής τους.
Το κάλεσμα ήταν μια ατάκα απ’ αυτές που ένας αστυνομικός θα ακούσει μάλλον μόνο μια φορά στη ζωή του. Μια γυναίκα, με τρεμάμενη φωνή και γεμάτη μελανιές κατέβηκε από ένα αυτοκίνητο και ξεστόμισε το εξής:
«Έπνιξα τον άνδρα μου, τον έχω στο αυτοκίνητο. Ήρθα να παραδοθώ»!
Η 37χρονη Γ.Π. είχε οδηγήσει από τη Μαλακάσα έως τη ΓΑΔΑ με τον σύζυγό της νεκρό στο κάθισμα του συνοδηγού. Το δεύτερο σοκ ήταν η… ανώφελη αναζήτηση οποιουδήποτε φονικού όπλου. Διότι απλά δεν υπήρχε. Ήταν η γραβάτα του 45χρονου θύματος…
Ύστερα από λίγα λεπτά της ώρας και αφού η γυναίκα είχε ηρεμήσει λίγο, ξεκίνησε να εξιστορεί τα τραγικά γεγονότα εκείνης της μοιραίας βραδιάς.
Ήταν φυλακισμένη σε έναν 20ετη γάμο με ένα βάναυσο και κακοποιητή σύζυγο. Τον είχε παντρευτεί σε ηλικία 17 ετών και είχαν αποκτήσει τρία παιδιά. Εκείνος δούλευε τα πρωινά σε μια εταιρία κι εκείνη τις νύχτες σε μια χαρτοπαικτική λέσχη ως σερβιτόρα. Τέλη Δεκεμβρίου η κίνηση στα μαγαζιά αυτά είναι πάντα αυξημένη κι έτσι η 37χρονη είχε πολλή δουλειά.
Το βράδυ της 28ης Δεκεμβρίου ο 45χρονος μετέβη στο μαγαζί που εργαζόταν η σύζυγός του και μπήκε μέσα με εμφανή εκνευρισμό, απαιτώντας να τον ακολουθήσει. Εκείνη, υπό το φόβο ενός επεισοδίου μπροστά στους πελάτες υπάκουσε. Μπήκε στο αυτοκίνητο μαζί του και ο 45χρονος ξεκίνησε με κατεύθυνση τον Ωρωπό. Όπως κατέθεσε η δράστης, σε όλη τη διαδρομή την έβριζε και τη χτυπούσε. Δεν ήταν ωστόσο κάτι που της προκάλεσε έκπληξη. Η χρήση βίας πάνω της ήταν πολύ συχνό φαινόμενο.
Σύμφωνα με τα λεγόμενά της, τα οποία επιβεβαιώθηκαν στο δικαστήριο, ο άνδρας της ήταν αυταρχικός, άπιστος και την κακοποιούσε συστηματικά, τόσο σωματικά, όσο και ψυχολογικά.
Εκείνο το βράδυ ωστόσο υπερέβη κάθε όριο. Κάποια στιγμή πάρκαρε το αυτοκίνητο σε μια ερημική τοποθεσία και διέταξε τη γυναίκα να κατέβει. Άρχισε να της βγάζει τα ρούχα με βίαιες κινήσεις, φωνάζοντας της «απόψε ετοιμάσου να πεθάνεις». Ακολούθως την έδεσε με ένα καλώδιο και ξεκίνησε ξανά να τη χτυπάει. «Θα σε πάω στην Ομόνοια και θα σε σκοτώσω», της είπε προτού την αναγκάσει να μπει ξανά στο αυτοκίνητο και βάλει μπροστά.
Η αβοήθητη γυναίκα είχε αρχίσει να πιστεύει ότι ήταν οι τελευταίες της στιγμές. Δεχόταν ξανά τα χτυπήματα και τις απειλές του συζύγου της και φοβούμενη πια για τη ζωή της αποφάσισε να δράσει. Μόλις αυτός σταμάτησε για λίγο στην άκρη του δρόμου στο ύψος της Μαλακάσας, εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία.
Τον άρπαξε από τη γραβάτα και επιστράτευσε κάθε ικμάδα δύναμης της, σφίγγοντας τη λυσσασμένα. Κατάφερε τον απόλυτο αιφνιδιασμό και δευτερόλεπτα αργότερα ο 45χρονος είχε χάσει τις αισθήσεις του. Στη συνέχεια του έβγαλε τη γραβάτα, την τύλιξε στο λαιμό του σαν θηλιά και συνέχισε να τον σφίγγει. Σταμάτησε μόνο όταν βεβαιώθηκε ότι ήταν νεκρός. Όπως υποστήριξε, δεν είχε καμία πρόθεση να συγκαλύψει το έγκλημα. Τον μετακίνησε στη θέση του συνοδηγού, πήρε τον έλεγχο του αυτοκινήτου και ξεκίνησε για να παραδοθεί.
Στην απολογία της η 37χρονη ισχυρίστηκε ότι βρισκόταν σε αυτοάμυνα. Συνελήφθη και οδηγήθηκε στη φυλακή όπου και παρέμεινε έως τη διεξαγωγή της δίκης. Αυτή ξεκίνησε ένα χρόνο αργότερα, το Δεκέμβριο του 1990. Η γραμμή που ακολούθησε η υπεράσπιση στόχευε στην αναγνώριση των ελαφρυντικών του πρότερου έντιμου βίου και της νόμιμης άμυνας προκειμένου να επιτευχθεί η ελάχιστη δυνατή ποινή.
Η ίδια η 37χρονη, έχοντας περιγράψει με κάθε λεπτομέρεια το φόνο του συζύγού της θεωρούσε την καταδίκη της βέβαιη. Όλα όμως ανατράπηκαν από τις μαρτυρίες ανθρώπων που είτε ζούσαν στην οικογένεια, είτε ήταν κοντά της. Πρώτα απ’ όλα τα τρία παιδιά, τα οποία βρέθηκαν από την αρχή στο πλευρό της μητέρας τους, δηλώνοντας ότι ζούσαν με το φόβο μήπως κάποια μέρα ο πατέρας τους τη δολοφονήσει. Επιπλέον, φίλοι και συγγενείς επιβεβαίωσαν ότι ο 45χρονος ήταν βίαιος και επικίνδυνος. Ακόμα και ο αδερφός του θύματος αναγνώρισε πολλά ελαφρυντικά στη νύφη του.
Κατά τη διάρκεια της δίκης περιγράφηκε λεπτομερώς η εφιαλτική καθημερινότητα της συζυγοκτόνου.
Όλοι όσοι γνώριζαν κατέθεσαν, ακόμα και γείτονες, κάνοντας λόγο για άγριους ξυλοδαρμούς, ύβρεις, εξευτελισμούς και απειλές. Υπήρξαν κάποιοι συγγενείς του θύματος που ισχυρίστηκαν ότι κατά βάθος την αγαπούσε και δεν θα την έβλαπτε. Η καθ’ ομολογία δολοφόνος τόνισε ότι ήθελε χρόνια να πάρει διαζύγιο, αλλά ο σύζυγός της αρνείτο να συναινέσει.
Η συμπαράσταση της κοινής γνώμης προς το πρόσωπο της 37χρονης ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά χρονικά.
Ομοίως και η ετυμηγορία. Στο άκουσμα της όλοι οι παρευρισκόμενοι στην αίθουσα έμειναν άφωνοι. Παρά την εισήγηση του εισαγγελέα να κριθεί ένοχη, αναγνωρίζοντάς της μόνο το ελαφρυντικό του βρασμού ψυχικής ορμής, οι δικαστές αποφάσισαν ομόφωνα την αθώωση της γυναίκας με το σκεπτικό ότι βρισκόταν σε πλήρως νόμιμη άμυνα και ότι κινδύνευε ανά πάσα στιγμή. Στην πραγματικότητα δεν είχαν κρίνει με το γράμμα του νόμου, αλλά με τη συνείδηση τους. Προφανώς έπαιξε τεράστιο ρόλο η στάση των παιδιών και η προοπτική να μείνουν χωρίς τη φροντίδα της μητέρας τους.
Ήταν από τις ελάχιστες φορές που «λαϊκοί» και τακτικοί δικαστές είχαν πλήρη ταύτιση απόψεων. «Ευχαριστώ τους δικαστές που σκέφτηκαν με συναίσθημα. Θα με σκότωνε αν δεν τον σκότωνα. Ακόμα δεν ξέρω που βρήκα τη δύναμη να το κάνω», δήλωσε μεταξύ άλλων η γυναίκα μετά το τέλος της τραγικής περιπέτειας.
Ή αλλιώς η ηρωίδα που μέσω μιας γραβάτας κατάφερε να σώσει τη ζωή της, πιθανόν και να λυτρώσει τις ψυχές τριών παιδιών.