Η σημερινή Παγκόσμια Ημέρα κατά του Παιδικού Καρκίνου είναι αφιερωμένη στην ευαισθητοποίηση της κοινότητας για τη νόσο που δοκιμάζει κάθε χρόνο χιλιάδες παιδιά και τις οικογένειές τους.
Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (ΠΟΥ), υπολογίζεται ότι 400.000 παιδιά και έφηβοι ηλικίας 0-19 ετών διαγιγνώσκονται με κάποια μορφή καρκίνου ετησίως. Σε χώρες υψηλού εισοδήματος, όπου ολοκληρωμένες υπηρεσίες φροντίδας υγείας είναι γενικά προσβάσιμες, πάνω από το 80% των παιδιών με καρκίνο θεραπεύονται σε αντίθεση με χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος, όπου θεραπεύονται λιγότερο από το 30%. Το Ευρωπαϊκό παράρτημα του Childhood Cancer International (CCI) εκτιμά ότι 5.000 παιδιά έως 15 χρονών νοσούν κάθε χρόνο στην Ευρώπη ενώ πάνω από 500.000 άτομα έχουν επιβιώσει από τον καρκίνο της παιδικής ηλικίας.
Οι συχνότεροι τύποι παιδικών καρκίνων
Σύμφωνα με στοιχεία που παραθέτει ο ΕΟΔΥ, στην Ελλάδα, το 2020, o ετήσιος αριθμός νέων περιστατικών σε παιδιά ηλικίας κάτω των 15 ετών ήταν 16 ανά 100.000 άτομα, τιμή που είναι ελαφρώς υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ε.Ε. (15 ανά 100.000 άτομα). Οι λευχαιμίες (6,3/100.000), οι καρκίνοι εγκεφάλου-κεντρικού νευρικού συστήματος (3,2/100.000), τα μη-Hodgkin λεμφώματα (1,3/100.000), οι νεφρικοί όγκοι (0,8/100.000), και το λέμφωμα Hodgkin (0,7/100.000) αποτέλεσαν τους συχνότερους τύπους παιδικών καρκίνων στην Ελλάδα το 2020 σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του Παγκόσμιου Παρατηρητηρίου Καρκίνου (Global Cancer Observatory) του ΠΟΥ και του Διεθνούς Οργανισμού Ερευνών για τον Καρκίνο.
Τι προκαλεί καρκίνο στα παιδιά;
Όπως επισημαίνεται από τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας, σε αντίθεση με αυτούς των ενηλίκων, οι παιδικοί καρκίνοι στη συντριπτική τους πλειονότητα δεν μπορούν να αποδοθούν σε συγκεκριμένα αίτια. Παρά την πληθώρα μελετών για τον εντοπισμό των αιτιολογικών παραγόντων του παιδικού καρκίνου, για ελάχιστους τύπους εξ αυτών η εκδήλωση συσχετίστηκε ή αποδόθηκε ευθέως με συγκεκριμένους περιβαλλοντικούς παράγοντες ή συνήθειες του τρόπου ζωής. Όσον αφορά δε στη κληρονομικότητα, με βάση τα τρέχοντα επιδημιολογικά δεδομένα μόνο το 10% περίπου όλων των παιδιών με καρκίνο φαίνεται να είχε προδιάθεση λόγω γενετικών παραγόντων. Ορισμένες χρόνιες λοιμώξεις, όπως οι λοιμώξεις από τους ιούς HIV ή Epstein-Barr και η ελονοσία αποτελούν παράγοντες κινδύνου για παιδικό καρκίνο, ιδιαίτερα στις χώρες χαμηλού και μεσαίου εισοδήματος.
Η σημασία της έγκαιρης διάγνωσης
Ενώ είναι δύσκολο να προληφθεί ο παιδικός καρκίνος, η έγκαιρη διάγνωση, θεραπεία, φροντίδα και υποστήριξη των παιδιών με καρκίνο έχει οδηγήσει σε σημαντική αύξηση του ποσοστού επιβίωσης των παιδιών αυτών, ειδικότερα σε χώρες υψηλού εισοδήματος. Όπως συμβαίνει με τις νεοπλασίες στους ενήλικες, έτσι και ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας αφορά και στα δύο φύλα και μπορεί να εντοπιστεί σε οποιοδήποτε μέρος του σώματος.
Τα ύποπτα συμπτώματα
Γονείς/κηδεμόνες και επαγγελματίες υγείας μπορούν να ανιχνεύσουν ύποπτα συμπτώματα όπως:
- πυρετός χωρίς εστία λοίμωξης που επιμένει ή που ανταποκρίνεται στα αντιπυρετικά και επανεμφανίζεται
- σοβαροί και επίμονοι πονοκέφαλοι
- έμετοι (ιδιαίτερα πρωινοί)
- αλλαγή συμπεριφοράς
- σπασμοί
- αιφνίδιος στραβισμός
- διόγκωση ή πτώση βλεφάρων
- μελανιές
- πόνος στα οστά
- δυσκολία στο βάδισμα
- ανορεξία
- απώλεια βάρους
- κακοδιαθεσία
ώστε να ακολουθήσει η κατάλληλη διάγνωση και θεραπεία.
Η θεραπεία
Όπως τονίζει ο ΕΟΔΥ, ο καρκίνος της παιδικής ηλικίας μπορεί να ιαθεί. Τα παιδιά και οι έφηβοι μπορούν να νικήσουν τον καρκίνο με έγκαιρη διάγνωση, εξειδικευμένη θεραπεία, φροντίδα και υποστήριξη.
Σύμφωνα με τον Οργανισμό, υπάρχουν αποτελεσματικές θεραπείες συμπεριλαμβανομένης της χειρουργικής επέμβασης, της χημειοθεραπείας, της ακτινοθεραπείας και συνδυασμού αυτών καθώς και μέθοδοι διαχείρισης που έχουν αυξήσει σημαντικά το ποσοστό επιβίωσης. Όταν εντοπιστεί και διαγνωστεί έγκαιρα, ο καρκίνος είναι πιο πιθανό να ανταποκριθεί στη θεραπεία που μπορεί να είναι λιγότερο εντατική και να οδηγήσει σε μεγαλύτερη πιθανότητα επιβίωσης με λιγότερη ταλαιπωρία και μικρότερο οικονομικό κόστος.
Σκοπός της θεραπείας του παιδικού καρκίνου δεν είναι μόνο η ίαση, αλλά και η διατήρηση της ποιότητας ζωής και της ψυχολογικής και κοινωνικής ευεξίας των νεαρών ασθενών που διαταράσσεται από την ίδια τη νόσο αλλά και από την απώλεια του φυσιολογικού ρυθμού ζωής εξαιτίας της ή εξαιτίας των παρενεργειών από τη μακρόχρονη θεραπεία.