Το μακρύ ταξίδι των νομισμάτων στην Ελλάδα
Την Πρωτοχρονιά του 2002 εισάγεται στην Ελλάδα η χρήση του ευρώ ως νομίσματος, στο πλαίσιο της ένταξης της χώρας στη αντίστοιχη ζώνη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Μέσα σε κλίμα πανηγυρικό για τα οικονομικά επιτεύγματα της εποχής, οι Έλληνες (μια δεκαετία πριν τα Μνημόνια) αποχαιρετούν τελικά οριστικά την δραχμή στις 28 Φεβρουαρίου 2002.
Κι έτσι μπαίνει ένα τέλος (για κάποιους προσωρινό) στο ταξίδι του εθνικού νομίσματός μας που διήρκησε (στη σύγχρονη ιστορία) περίπου 170 χρόνια.
Η «μοντέρνα» εκδοχή της δραχμής εμφανίστηκε ταυτόχρονα με την εγκαθίδρυση της μοναρχίας και την έλευση του βασιλιά Όθωνα.
Οι Βαυαροί αποφάσισαν τότε να αποσυρθούν από την κυκλοφορία όλα τα νομίσματα που είχαν εκδοθεί επί Ιωάννη Καποδίστρια, στην πρώτη οργανωμένη απόπειρα να εκδοθεί εθνικό νόμισμα: Ο Φοίνικας, τον οποίο είχε επιλέξει ο πρώτος κυβερνήτης του νεοσύστατου (και οικονομικά διαλυμένου) κράτους.
Και για να συμβεί αυτό χρειάστηκαν θυσίες τις οποίες λίγοι γνωρίζουν. Η εκκλησία, για παράδειγμα, παρέδωσε στην κυβέρνηση (μετά από νόμο του 1822, κιόλας) όλο τον χρυσό και το ασήμι που υπήρχε σε ναούς και μονές, προκειμένου να κοπεί το νέο νόμισμα.
Τα τουρκικά κανόνια που είχαν αφήσει οι Οθωμανοί αποχωρώντας έλιωσαν για να μείνει μόνο ο χαλκός. Από τα καράβια αφαίρεσαν άργυρο από όπου αυτό ήταν εφικτό, ενώ για τις ανάγκες της κοπής, ο Καποδίστριας σύναψε δάνειο με την Ρωσία ύψους 1.500.000 ρουβλίων.
Με αυτά τα χρήματα αγόρασε από την Μάλτα ένα παλιό νομισματικό μηχάνημα το οποίο και εγκατέστησε στην πίσω αυλή του σπιτιού του!
Εκεί κόπηκαν οι πρώτοι φοίνικες (από ασήμι) και οι υποδιαιρέσεις του (δεκάλεπτα, πεντάλεπτα, μονόλεπτα) από χαλκό, όπως ακριβώς είχε ψηφιστεί κατά την διάρκεια της Δ’ Εθνοσυνέλευσης του Άργους.
Από εκείνη την ημέρα η Ελλάδα άφησε ουσιαστικά πίσω της την Οθωμανική εποχή και το οικονομικό χάος με την παράλληλη κυκλοφορία πολλών διαφορετικών νομισμάτων στην ελληνική επικράτεια.
Τουρκικά γρόσια, κατά κύριο λόγο, αλλά και ένα σωρό άλλα νομίσματα όπως παράδες, τάλιρα, τσεκίνια, δίστηλα κλπ δημιούργησαν ένα καθεστώς αβεβαιότητας και αναρχίας στις συναλλαγές, θέτοντας εμπόδια στην ανάπτυξη του εμπορίου.
Σχεδόν δύο χρόνια αργότερα ο Ιωάννης Καποδίστριας επιχείρησε να εισάγει στην οικονομία και τα πρώτα χαρτονομίσματα, αλλά αντίθετα με τα κέρματα (ή τις… πατάτες!) δεν μπόρεσε να πείσει τους Έλληνες για την χρησιμότητα και την αξία τους και σύντομα το εγχείρημα εγκαταλείφθηκε.
Ωστόσο η ιδέα της εισαγωγής ενός εθνικού νομίσματος ήταν αρκετά πιο παλιά και στην πραγματικότητα «έπεσε» στο «τραπέζι» ως πρόταση μερικούς μήνες μόλις μετά το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821. Ήδη από τις 5 Μαρτίου 1822 ψηφίστηκε από το Βουλευτικό ο νόμος 6.
Σύμφωνα με αυτόν αποφασιζόταν η κοπή ενός αργυρού νομίσματος, όπως και έγινε, με την μόνη διαφορά ότι επρόκειτο για ένα εντελώς συμβολικό νόμισμα αναμνηστικού χαρακτήρα.
Κυκλοφόρησαν μόνο 80 τεμάχια, τα οποία και μοιράστηκαν τα μέλη της αρμόδιας Επιτροπής. Για την κοπή ενός νομίσματος ευρείας κυκλοφορίας και την εισαγωγή του στην οικονομία ο σχετικός νόμος ψηφίστηκε περίπου ένα μήνα αργότερα και συγκεκριμένα στις 5 Απριλίου του 1822.
Τότε ήταν που η εκκλησία κλήθηκε να συνεισφέρει με τα πολύτιμα μέταλλα που κατείχε από την εποχή του Βυζαντίου και μετά, ενώ θεσπίστηκαν αυστηρότατοι κανόνες στην κυκλοφορία χρυσού.
Απαγορεύτηκε η εξαγωγή του από την χώρα, ενώ προκειμένου να ελεγχθεί επακριβώς η διαθέσιμη ποσότητά του, μπήκε περιορισμός ακόμη και στην μετακίνησή του από νομό σε νομό!
Σύντομα, όμως, τα μεγαλόπνοα σχέδια για νέο εθνικό νόμισμα εγκαταλείφθηκαν μπροστά στις ανάγκες ενός έθνους που ακόμη δεν αποτελούσε κράτος ούτε είχε ενταχθεί ως ανεξάρτητη οντότητα στον κόσμο.
Χρειάστηκε να περάσουν περίπου δέκα χρόνια από τότε για να γίνει η πρώτη οργανωμένη προσπάθεια από τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τον άνθρωπο που ούτε καν να φανταστούμε μπορούμε την έκταση του χάους που παρέλαβε όταν ανέλαβε την διακυβέρνηση της χώρας…
Και πάνω στις δικές του σκέψεις και τον «φοίνικα», στήθηκε αργότερα η λογική πίσω από την οποία επί Όθωνα «γεννήθηκε» η δραχμή.
Ένα νόμισμα που -όπως όλα- υποτιμήθηκε, γνώρισε πληθωρισμό, άλλαξε και τελικά άντεξε για 169 χρόνια πριν περάσει για πάντα στην Ιστορία.