Την αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 50 ευρώ το μήνα, και συγκεκριμένα στα 713 ευρώ ανακοίνωσε ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης σε τηλεοπτικό του μήνυμα, συμπληρώνοντας ότι «η σημαντική αυτή μεταβολή στο βασικό μισθό αυξάνει και το επίδομα ανεργίας κατά 31 ευρώ το μήνα».
Ο πρωθυπουργός τόνισε ότι η πρωτοβουλία αυτή αγγίζει τα απώτατα όρια της οικονομίας και ότι αποτελεί πολιτική απόφαση η συγκεκριμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, γιατί οι αμοιβές, πράγματι, είναι ακόμα πολύ χαμηλές στον τόπο μας, οι πληγές της δεκαετούς οικονομικής κρίσης δεν έχουν επουλωθεί και, βέβαια, τώρα, η παγκόσμια έκρηξη του πληθωρισμού χτυπά πρώτα τους χαμηλόμισθους και τους ανέργους.
«Ακριβώς σε αυτούς, λοιπόν, απευθύνεται η σημερινή μου απόφαση. Έτσι, από την 1η Μαΐου, ο βασικός μισθός αυξάνεται κατά 50 ευρώ τον μήνα. Από τα 663 ανεβαίνει στα 713 ευρώ. Ποσό το οποίο, συνδυαστικά με την πρώτη δόση του Ιανουαρίου, ισοδυναμεί με μία συνολική αύξηση 9.7% σε σχέση με τον κατώτατο μισθό του 2021. Με απλά λόγια, οι σχεδόν 650.000 εργαζόμενοι αυτής της κατηγορίας θα κερδίσουν παραπάνω από έναν επιπλέον καθαρό μισθό ετησίως. Ένας 15ος μισθός προστίθεται, στο εξής, στο εισόδημά τους» σημείωσε ο κ. Μητσοτάκης.
ΣΥΡΙΖΑ για κατώτατο μισθό: Επί Μητσοτάκη ο μισθός δεν φθάνει ούτε για τους λογαριασμούς ρεύματος
Κατώτατος μισθός: Ομοβροντία ανακοινώσεων κατά Μητσοτάκη από την αντιπολίτευση
Κατώτατος μισθός: Τι σημαίνει για την τσέπη μας; Όλα όσα πρέπει να ξέρετε
Όπως είπε ο πρωθυπουργός, πρόκειται για επιλογή που περιλαμβάνει πολλές παραμέτρους και καλείται να ισορροπεί ανάμεσα στις παροδικές ανάγκες του παρόντος και στις εθνικές υποχρεώσεις του μέλλοντος.
«Κάθε αύξηση δεν πρέπει να επιβαρύνει ούτε την ανταγωνιστικότητα, ούτε το κόστος, ιδίως των μικρών επιχειρήσεων, που το μετατρέπουν σε αντικίνητρο για νέες προσλήψεις. Η αλήθεια είναι, όμως, ότι οι επιχειρήσεις έχουν στηριχθεί πολύ από την κυβέρνηση. Με λιγότερους φόρους και εισφορές. Με ρευστότητα μέσω της Επιστρεπτέας Προκαταβολής. Αλλά και με τις πρόσφατες επιδοτήσεις για την κάλυψη του ενεργειακού κόστους», είπε και πρόσθεσε:
«Τώρα είναι η ώρα των εργαζόμενων. Και πρώτα των χαμηλόμισθων. Γιατί ποτέ δεν οραματίστηκα μια οικονομία με συγκριτικό της πλεονέκτημα τις χαμηλές απολαβές. Αντίθετα, δεσμεύτηκα για πολλές και καλοπληρωμένες δουλειές. Και, πράγματι, η ανεργία ήδη μειώνεται με ταχύτατους ρυθμούς. Μέσα σε 33 μήνες έχει υποχωρήσει 5 ολόκληρες μονάδες, παρά τις αλλεπάλληλες κρίσεις που μεσολάβησαν».
O πρωθυπουργός τόνισε ότι έχουν ήδη ληφθεί πολλά μέτρα υπέρ της εργασίας, όπως τα νέα προγράμματα του ΟΑΕΔ, η Ψηφιακή Κάρτα, η προστασία στους ταχυμεταφορείς, οι γονικές άδειες και το πλαίσιο για την εργασία εξ αποστάσεως και υποστήριξε ότι τώρα είναι η ώρα να ενισχυθεί το μικρότερο εισόδημα. Προέτρεψε, δε, τους εργοδότες, να κινηθούν ανάλογα και προς τις άλλες κατηγορίες μισθωτών, υπενθυμίζοντας ότι τον Ιούνιο η Πολιτεία προχωρά και σε νέα μείωση των εισφορών κατά μισή μονάδα.
Κλείνοντας το μήνυμά του, ο κ. Μητσοτάκης τόνισε ότι θα αποφύγει τις καθησυχαστικές προβλέψεις σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον που σκεπάζει η αβεβαιότητα, γιατί μένει πιστός στη γλώσσα της αλήθειας και στον δρόμο της φροντίδας και της προσπάθειας. «Γι’ αυτό και η μόνη σταθερή μου δέσμευση είναι μία: απέναντι σε κάθε δυσκολία, να είμαι στο πλευρό σας», κατέληξε.
Υπενθυμίζεται ότι οι σχετικές ανακοινώσεις επρόκειτο να γίνουν κατά τη συνεδρίαση του υπουργικού συμβουλίου, η οποία είναι προγραμματισμένη για τις 19 Απριλίου.
Σύμφωνα με πληροφορίες, ωστόσο, το Μέγαρο Μαξίμου αποφάσισε να ανακοινώσει πριν το Πάσχα την απόφασή της, προκειμένου οι γαλάζιοι βουλευτές που θα βρεθούν στις περιφέρειές τους να έχουν ένα ακόμα επιχείρημα στη φαρέτρα τους για να αντιμετωπίσουν την εντεινόμενη δυσαρέσκεια των πολιτών για την ακρίβεια στους λογαριασμούς του ρεύματος και τα βασικά καταναλωτικά αγαθά.
Ο πρωθυπουργός συναντήθηκε νωρίς το μεσημέρι με τον υπουργό Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων κ. Κ. Χατζηδάκη, ο οποίος τον ενημέρωσε για την εισήγηση της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, η οποία, αφού έλαβε υπόψη της τις προτάσεις της ΓΣΕΕ που ζητούσε επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ και των εργοδοτών που επέμεναν σε αύξηση της τάξεως του 2% – 4%, κατέληξε στη δική της πρόταση.