Η αξιολόγηση των σχολείων προϋποθέτει συμφωνία στο ποιο είναι το σχολείο που πετυχαίνει τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς του στόχους.
Με τη δημοσίευση της πρόσφατης Υπουργικής Aπόφασης για τον προγραμματισμό και την εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων (ΦΕΚ 140/20-1-2021) το Υπουργείο Παιδείας επιδιώκει εσπευσμένα και στα μέσα της σχολικής χρονιάς να ξεκινήσει την υλοποίησή της.
Εύκολα όμως κανείς διαπιστώνει αντιφάσεις ανάμεσα στο τι ζητά η κυβέρνηση από τα σχολεία και στο τι πράττει η ίδια. Οι αντιφάσεις αυτές αφορούν στις κυβερνητικές επιλογές ως προς την αναβάθμιση ή βελτίωση της παρεχόμενης εκπαίδευσης.
Πρώτη αντίφαση: η κυβέρνηση επιδιώκει τον προγραμματισμό της σχολικής μονάδας τη στιγμή που το ίδιο το Υπουργείο Παιδείας δεν προγραμματίζει τις δικές του ενέργειες, δεν εξασφαλίζει εγκαίρως μέτρα για την ασφάλεια μαθητών/μαθητριών και εκπαιδευτικών στα σχολεία, δεν επιμορφώνει εγκαίρως τους εκπαιδευτικούς στην εξ αποστάσεως εκπαίδευση, δεν εγγυάται την προστασία προσωπικών δεδομένων και δεν προγραμματίζει εγκαίρως ούτε και την ίδια τη διαδικασία προγραμματισμού και αξιολόγησης των σχολείων.
Με μια βεβιασμένη λοιπόν διαδικασία επιδιώκει στα μισά της σχολικής χρονιάς να υλοποιηθεί η Υπουργική Απόφαση, με κλειστά σχολεία, σε ιδιαίτερες κοινωνικές και εκπαιδευτικές συνθήκες και χωρίς διάλογο με την εκπαιδευτική κοινότητα.
Δεύτερη αντίφαση: το Υπουργείο Παιδείας επιδιώκει την αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου, ενώ το ίδιο δεν προβαίνει σε καμία εσωτερική αξιολογική διαδικασία, σε καμία τεκμηριωμένη με δεδομένα αποτίμηση των επιλογών και των πολιτικών του.
Επιδιώκει την κατάταξη των σχολείων ανάλογα με τις επιδόσεις τους σε δεκάβαθμη κλίμακα ενώ το ίδιο δε λογοδοτεί στην ελληνική κοινωνία, στους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές/μαθήτριες και στις οικογένειές τους για τις συνθήκες ασφάλειας και πρόσβασης στην εκπαίδευση, επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και αποτελεσματικότητας της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Παράλληλα μειώνει τη χρηματοδότηση για τη δημόσια παιδεία, χωρίς την οποία η ποιότητα της εκπαίδευσης δε μπορεί να εγγυηθεί, ενώ επέλεξε να χρηματοδοτήσει με αδιαφάνεια ΜΜΕ και να σπαταλήσει χρήματα για μικρά παγουρίνα και τεράστιες μάσκες.
Εκτός όμως από τη μετακύλιση της κυβερνητικής ευθύνης για την αναβάθμιση της εκπαίδευσης στα σχολεία, είναι λυπηρό ότι δεν αξιοποιείται η προηγούμενη εμπειρία από τον τρόπο που υλοποιήθηκε η διαδικασία της αυτο-αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου (ΑΕΕ) με τον Ν.3848/2010.
Η διερεύνηση αυτής της εμπειρίας έδειξε ότι για πολλά σχολεία αποτέλεσε μια γραφειοκρατική και με μεγάλο φόρτο διαδικασία, με ελλιπή προετοιμασία των εκπαιδευτικών και των στελεχών της εκπαίδευσης για την υλοποίησή της.
Οι δυσκολίες αυτές οδήγησαν σε μεγάλο βαθμό στο σχεδιασμό δράσεων βελτίωσης που δεν επιλέχτηκαν με βάση τις ουσιαστικές ανάγκες του σχολείου αλλά με βάση τους διαθέσιμους πόρους και την έλλειψη ουσιαστικής υποστήριξης. Κανείς ποτέ δεν έμαθε βέβαια αν αξιοποιήθηκαν οι εκθέσεις ΑΕΕ και με ποιον τρόπο.
Αλλά ούτε και η εξωτερική αξιολόγηση είναι καινούρια. Δεν αξιοποιείται λοιπόν η προηγούμενη εμπειρία από την εφαρμογή του Προεδρικού Διατάγματος 152/2013 για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών που έδειξε την αναποτελεσματικότητα συνδυασμού του αξιολογικού και του συμβουλευτικού ρόλου σε ένα πρόσωπο.
Σε πολλές περιπτώσεις οι ίδιοι οι σχολικοί σύμβουλοι θεωρούσαν ότι ο αξιολογικός ρόλος συγκρουόταν και καταργούσε το συμβουλευτικό και καθοδηγητικό τους ρόλο αλλά και τη σχέση τους με τους εκπαιδευτικούς, μιας και δημιουργούσε ένα καθεστώς φόβου και καχυποψίας.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο που η κυβέρνηση θέλει να επιβάλλει στην εκπαίδευση εστιάζει στη διοικητική λειτουργία και στην αποδοτικότητα του σχολείου ανεξαρτήτως ενός σύνθετου πλαισίου παραγόντων, στο άγχος της επιτυχούς υλοποίησης των δεικτών παρά της έμφασης στην ίδια την εκπαιδευτική διαδικασία και μάθηση σε ένα αξιακό πλαίσιο δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης.
Εξάλλου, το νεοφιλελεύθερο μοντέλο είναι πολύ κοντά στον τρόπο που το Υπουργείο Παιδείας κατανοεί τη διδασκαλία ως εξέταση και παράδοση και επίσης συνάδει με τη λογική της επιτήρησης και τον τρόπο που προσπάθησε να εισαγάγει τις κάμερες στο μάθημα.
Αντίστοιχα, τώρα θέλει να νομοθετήσει την ύπαρξη κάμερας στα αμφιθέατρα και στους χώρους των Πανεπιστημίων, αδιαφορώντας επιδεικτικά για το ζήτημα της προστασίας των προσωπικών δεδομένων.
Η αξιολόγηση των σχολείων προϋποθέτει συμφωνία στο ποιο είναι το σχολείο που πετυχαίνει τους κοινωνικούς και εκπαιδευτικούς του στόχους.
Είναι το σχολείο που προσαρμόζεται στους μαθητές/μαθήτριές του και δεν περιμένει από αυτούς να προσαρμοστούν σε αυτό;
Που ενδιαφέρεται για το αν οι μαθητές/μαθήτριές του έχουν φαγητό, αν οι οικογένειές τους έχουν πρόσβαση στην υγεία και στην εργασία γνωρίζοντας πόσο επηρεάζουν τα δεδομένα αυτά τις ευκαιρίες του παιδιού για μάθηση και πρόοδο;
Που ενημερώνει τα μέλη της εκπαιδευτικής κοινότητας και διεκδικεί μαζί τους μία δίκαιη κοινωνία, που βάζει ως προτεραιότητα τη δημοκρατική λειτουργία σε όλα τα επίπεδα της σχολικής ζωής, που είναι συμπεριληπτικό και ευέλικτο για να μην αποκλείσει κανένα παιδί που έχει δικαίωμα στην εκπαίδευση, που προσπαθεί να άρει τα στερεότυπα, τη ξενοφοβία και τον εθνικισμό, που μαθαίνει τα παιδιά να πιστεύουν στον εαυτό τους και να νοιάζονται για τους άλλους και το περιβάλλον, που εξασφαλίζει τη χαρά και την ελπίδα στους μαθητές και τις μαθήτριές του αλλά και στις οικογένειές του για μια καλύτερη ζωή;
Τέτοιους δείκτες δε βλέπουμε όμως στην πρόσφατη Υπουργική Απόφαση και είναι σαφές ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης μετριέται με δείκτες που κανονικοποιούν τις προσδοκίες από τα σχολεία και ενισχύουν συγκριτικές επιδόσεις εκτός ενός πραγματιστικού πλαισίου.
Τέλος, η αναβάθμιση ή βελτίωση της εκπαίδευσης προϋποθέτει αυξημένη χρηματοδότηση της δημόσιας παιδείας, έγκαιρο προγραμματισμό του Υπουργείου Παιδείας για τη στελέχωση και λειτουργία των σχολείων, υποστήριξη της επιμόρφωσης των εκπαιδευτικών και ανάλογη πρόβλεψη στο θεσμικό πλαίσιο για την υλοποίησή της στο εκπαιδευτικό ωράριο, συνέχεια στην υποστήριξη και ανατροφοδοτική διαδικασία των σχολείων σε τοπικό/περιφερειακό επίπεδο με στόχο τη βελτίωση του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου.
Προϋποθέτει όμως και πιέσεις για ευρύτερα κυβερνητικά μέτρα για τη στήριξη των παιδιών και των νέων με άνισες αφετηρίες, μέτρα για τη στήριξη της κοινωνίας, του δημόσιου συστήματος υγείας, της εργασίας.
Η ατομική ευθύνη που τείνει να εμπεδώσει αυτή η κυβέρνηση ως πανάκεια για την επίλυση όλων των ζητημάτων δε μπορεί να άρει τις κυβερνητικές ευθύνες για τη στήριξη της εκπαίδευσης αλλά και της κοινωνίας, της υγείας και της εργασίας.
Η Σοφία Αυγητίδου είναι Καθηγήτρια Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας
Πηγή: ieidiseis.gr