«Τελευταίο οχυρό είναι τα τεστ, δωρεάν σε όλους, μαθητές και εκπαιδευτικούς και, σε δεύτερο αλλά όχι μακρινό χρόνο, ο γρήγορος εμβολιασμός. Αλλιώς τα σχολεία κινδυνεύουν πραγματικά να μετατραπούν σε υγειονομικές βόμβες»
Στις 3 Ιανουαρίου ο τότε κυβερνητικός εκπρόσωπος Στέλιος Πέτσας ανακοίνωσε την επανέναρξη της δια ζώσης διδασκαλίας για όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, προκαλώντας τις αντιδράσεις μεγάλου μέρους της εκπαιδευτικής κοινότητας· αντιδράσεις που είχαν να κάνουν με το κατά πόσο ήταν υγειονομικά ασφαλές να ξανανοίξουν τα σχολεία.
Πριν τις γιορτές η εκπαιδευτική κοινότητα εξέφραζε σοβαρές επιφυλάξεις έως αντιρρήσεις για την αποτελεσματικότητα της εξ αποστάσεως διδασκαλίας και τις συνακόλουθες επιπτώσεις στους μαθητές, από μαθησιακές μέχρι σωματικές.
Μοιραία λοιπόν, μαζί με τις κυβερνητικές ανακοινώσεις, πυροδοτήθηκε και μία συζήτηση που συνοψίζεται στο ερώτημα: «Τελικά οι εκπαιδευτικοί θέλετε να ξανανοίξουν τα σχολεία ή να παραμείνουν κλειστά;».
Τα ερωτήματα πολλές φορές κρύβουν παγίδες, καθώς αποκρύπτουν τη δυνατότητα εναλλακτικών επιλογών.
Μια άλλη ερώτηση θα μπορούσε π.χ. να είναι «Με ποιες κατά το δυνατόν καλύτερες προϋποθέσεις μπορούν να ξανανοίξουν τα σχολεία;».
Μια άλλη ερώτηση είναι «Αν τα σχολεία παραμείνουν κλειστά, πώς μπορούμε να αμβλύνουμε τις επιπτώσεις στους μαθητές;».
Πριν συνεχίσουμε, θεωρώ απαραίτητο να συνοψίσουμε κάποιες πολύ βασικές διαπιστώσεις:
1. Τα σχολεία (προς το παρόν στις 11/1 τα Νηπιαγωγεία και τα Δημοτικά) ξανανοίγουν με παρόμοιο αριθμό κρουσμάτων (και περισσότερες απώλειες ζωών) με εκείνο της περιόδου που έκλεισαν.
2. Οι όροι με τους οποίους ξανανοίγουν είναι επίσης ίδιοι ή και χειρότεροι, καθώς ο αριθμός των μαθητών δεν μειώθηκε, ενώ θα είναι πιο δύσκολο, λόγω του καιρού, οι πόρτες και τα παράθυρα να μένουν ανοιχτά. Η υπουργός έχει εξαγγείλει τεστ σε εκπαιδευτικούς και μαθητές της Γ΄ Λυκείου, ενώ ανοίγουν τα Δημοτικά (!), αλλά κι αυτό μένει να το δούμε, όπως και πολλά άλλα που εξαγγέλθηκαν και δεν πραγματοποιήθηκαν.
3. Η παντελής απουσία σοβαρότητας της πολιτικής ηγεσίας, που άλλα ανακοινώνει, άλλα αποφασίζει και άλλα δρομολογεί, σμπαραλιάζει την καθοριστική για τις περιστάσεις εμπιστοσύνη της κοινωνίας στους κυβερνώντες και δίνει τροφή σε αρνητές και συνωμοσιολόγους. Μπορεί π.χ. να έχουμε ακόμα πιο έντονο το φαινόμενο μαθητών που οι γονείς τους θα αρνούνται να τους στείλουν με μάσκα στο σχολείο.
4. Η επιμονή του Υπουργείου Παιδείας στην εφαρμογή της Τράπεζας Θεμάτων ακόμα και από αυτή τη χρονιά φανερώνει την απόσταση που υπάρχει μεταξύ πολιτικής ηγεσίας και εκπαιδευτικής πραγματικότητας και επίσης συμβάλλει στην απουσία της αναγκαίας εμπιστοσύνης και μιας όσο το δυνατόν καλύτερης ψυχολογίας στις τάξεις των μαθητών, οι οποίοι ήδη βιώνουν μια πρωτοφανή και επιβαρυντική καθημερινότητα.
Τι χρειάζεται λοιπόν να γίνει;
Καταρχάς πρέπει το Υπουργείο και η Κυβέρνηση να αναγνωρίσουν ότι οι μαθητές και οι γονείς συνιστούν πληθυσμιακές ομάδες που πρέπει να στηριχτούν, είτε υλικά (μήνες φωνάζουμε για την παροχή τεχνολογικού εξοπλισμού σε όσους δεν διαθέτουν), είτε παιδαγωγικά, με ένα συγκροτημένο σχέδιο οργάνωσης της ύλης που η εξέτασή της δεν θα είναι το πρώτο ζητούμενο, είτε ψυχολογικά, με συνδυασμό υλικής και παιδαγωγικής στήριξης, αναστολής της Τράπεζας Θεμάτων, κ.ά.
Δεύτερον, η βελτίωση των υγειονομικών όρων είναι εκ των ουκ άνευ. Η Κυβέρνηση είχε έξι μήνες (Μάρτιος-Αύγουστος) να αναζητήσει ή να κατασκευάσει επιπλέον σχολικές αίθουσες – ασφαλώς πρόχειρες και προσωρινές, δεν ζητήσαμε παλάτια – και να προσλάβει καθηγητές για να μειώσει τον αριθμό μαθητών ανά τάξη, αλλά τελικά μάθαμε ότι ο ιός μεταδίδεται πιο εύκολα με 15 μαθητές παρά με 25 (Γκίκας Μαγιορκίνης)!
Ενδεχομένως ακόμα και σε αυτό το δίμηνο που έκλεισαν τα σχολεία θα μπορούσε κάτι να γίνει. Τελευταίο οχυρό είναι τα τεστ, δωρεάν σε όλους, μαθητές και εκπαιδευτικούς και, σε δεύτερο αλλά όχι μακρινό χρόνο, ο γρήγορος εμβολιασμός. Αλλιώς τα σχολεία κινδυνεύουν πραγματικά να μετατραπούν σε υγειονομικές βόμβες.
Αναφορικά με το άνοιγμα, και εφόσον τα παραπάνω τηρηθούν, ίσως το πιο σωστό θα ήταν να υπάρξει μια μικρή επιπλέον καθυστέρηση στην επανέναρξη της δια ζώσης διδασκαλίας μέχρι να βελτιωθούν εμφανώς τα επιδημιολογικά δεδομένα και να έχουν γίνει αρκετά τεστ.
Και σίγουρα, οι όποιες αποφάσεις, να έχουν μελετηθεί, να έχουν εγκριθεί από τους ειδικούς (και όχι να υπαγορεύονται ή να μπαίνουν σε παζάρια) και να έχουν συζητηθεί με τους εκπροσώπους των εκπαιδευτικών, των γονέων, ακόμα και των μαθητών.
Φοβάμαι όμως ότι περιγράφω μια ουτοπία.
Χρήστος Σουρουλής,
απερχόμενος αιρετός ΠΥΣΔΕ Ρεθύμνου,
φιλόλογος Πειραματικού ΓΕΛ Ρεθύμνου