Σαν σήμερα γράφτηκε ο επίλογος της υπερχιλιετούς βυζαντινής αυτοκρατορίας, καθώς μετά από αλλεπάλληλες επιθέσεις οι Οθωμανοί κατάφεραν να αλώσουν την Κωνσταντινούπολη.
Στις 29 Μαΐου 1453, μετά από δύο μήνες πολιορκίας ο Μωάμεθ Β΄, ο Πολιορκητής, όπως ονομάστηκε μετέπειτα, οδήγησε το στρατό του απέναντι σε 8.000 Έλληνες που έμειναν να υπερασπίζονται την Κωνσταντινούπολη, και έδωσε τη χαριστική βολή στην ταλαιπωρημένη βυζαντινή αυτοκρατορία, γράφοντας τη μαύρη σελίδα στην ιστορία της.
Ήδη το Βυζάντιο είχε υποστεί το πρώτο του μεγάλο πλήγμα με την άλωση του 1204 από τους Σταυροφόρους και ζητήματα από τότε, όπως πολιτικές και θρησκευτικές έριδες, η αδυναμία βοήθειας από την Δύση, η άσχημη οικονομική κατάσταση και η φυγή ανθρώπινου δυναμικού, οδήγησαν στη σταδιακή εξασθένηση και συρρίκνωση.
Σταδιακά από το 1354 οι Οθωμανοί αρχίζουν να κατακτούν εδάφη και να «κυκλώνουν» τη βυζαντινή αυτοκρατορία, ακολουθώντας επεκτατική πολιτική. Η πτώση της «θεοφυλάκτου Πόλεως», ήρθε λοιπόν σαν φυσικό αποτέλεσμα… Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, αποτελεί γενικά σημαντικό γεγονός και χρησιμοποιείται από τους ιστορικούς ως σταθμός που σηματοδοτεί το τέλους του Μεσαίωνα και την έναρξη της Αναγέννησης και της Εποχής των Ανακαλύψεων.
Ο Μωάμεθ Β’ χαρακτηρίζεται από τους ιστορικούς ως φιλοπόλεμος και η επιθυμία του να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη του είχε γίνει έμμονη ιδέα. Από την άλλη ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος βρέθηκε σε μια συγκυρία να πρέπει να διαχειριστεί μια αυτοκρατορία που ήταν αρκετά εξασθενημένη, καθώς και πριν τους Οθωμανούς δεχόταν επιθέσεις. Διακρινόταν για την ανδρεία του και έκανε ότι ήταν δυνατό για να σώσει την αυτοκρατορία του, προβαίνοντας σε ενέργειες, όπως να επισκευάσει τα τείχη, να πάρει μεγάλη ποσότητα σιτηρών εντός της πόλης, ενώ στράφηκε και στα κράτη της Δύσης για να ζητήσει βοήθεια, μη βλέποντας όμως ανταπόκριση.
Ο Μωάμεθ Β’ , έφτασε έτσι με σημαντικές δυνάμεις στην Πόλη, υπολογίζονται περίπου στους 35.000-40.000 στρατιώτες, ενώ μόλις λίγες χιλιάδες ήταν στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός του ήταν άριστα εκπαιδευμένος και οργανωμένος και επικρατούσε μεγάλος ενθουσιασμός, ενώ είχε φροντίσει να έχει ισχυρές δυνάμεις και στη θάλασσα. Στην αρχή τις πολιορκίας υπήρχαν στον Κεράτιο κόλπο 26 πλοία πολεμικά. Από αυτά 10 ανήκαν στο Βυζάντιο, 5 ήταν βενετικά, 5 γενοβέζικα, 3 κρητικά, 1 από την Ανκόνα, 1 από την Καταλωνία και 1 από την Προβηγκία.
Οι αλλεπάλληλες εχθρικές επιθέσεις και ο συνεχής βομβαρδισμός της Πόλης εξάντλησε τον πληθυσμό για περίπου δύο μήνες. Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους και εγγυόταν για την ασφάλεια και την περιουσία του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Ο Παλαιολόγος του αντιπρότεινε κάποια πράγματα και μεταξύ άλλων, δέχονταν να πληρώσει ακόμα υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
«Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της, διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας», ήταν η απάντηση του.
Στις 29 Μαΐου έπειτα από συντονισμένη επίθεση η Κωνσταντινούπολη «έπεσε», τα τείχη είχαν υποστεί σοβαρές ζημιές, αλλά σημαντικό ρόλο φαίνεται ότι έπαιξε η εσωτερική προδοσία, με τους Οθωμανούς να εισβάλλουν από την Κερκόπορτα, έχοντας έτσι την ευκαιρία να περικυκλώσουν το βυζαντινό στρατό, με τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Παλαιολόγο να χάνει τη ζωή του στη μάχη.
Ο τρόπος που θυσιάστηκε ο τελευταίος Αυτοκράτορας, δημιούργησε θρύλους καθώς δεν διασώθηκαν πληροφορίες για τις τελευταίες στιγμές του στο πεδίο της μάχης, κι έτσι δημιουργήθηκαν ιστορίες με κυριότερη αυτήν του «μαρμαρωμένου βασιλιά» που περιμένει την στιγμή να ανακτήσει την Πόλη.