Η κατοικία του ήταν γεμάτη ακριβά έπιπλα και μουχλιασμένα τρόφιμα. Προτιμούσε να περπατήσει στη βροχή παρά να πληρώσει άμαξα! Αυτός ήταν ο Τζον Ελβς
«Αυτό που ήθελα να πω» είπε ο ανιψιός του Σκρουτζ, «είναι ότι με το να μας αποφεύγει και να κλείνεται στον εαυτό του, χάνει πολλές όμορφες στιγμές. Τί θα τον πείραζε να ‘ναι κι αυτός στην παρέα μας;
Νομίζω πως είμαστε πολύ καλύτερη συντροφιά απ’ τις μοναχικές σκέψεις που κάνει στο υγρό του γραφείο, ή στο θεοσκότεινο σπίτι του. Κι έτσι, θα τον προσκαλώ κάθε χρόνο, έστω και μάταια, γιατί τον λυπάμαι τον καημένο.
Ας περιφρονεί τα Χριστούγεννα ώσπου να πεθάνει: Εγώ θα πηγαίνω κάθε χρόνο στο γραφείο του, γιορτινός, χαμογελαστός, ενοχλητικά εορταστικός, και θα του λέω «Καλά Χριστούγεννα, Θείε Σκρουτζ!». Και που ξέρετε; ίσως τον καταφέρω, έστω και υποσυνείδητα, να κάνει έστω και λίγο καλό.
Να κάνει, φέρ’ ειπείν, μια μικρή αύξηση στον υπαλληλάκο του. Κάτι θα ’ναι κι αυτό. Και πιστεύω πως χτες μπορεί και να τον συγκίνησε η επίσκεψή μου» *
Η «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» (A Christmas Carol) δημοσιεύεται τα Χριστούγεννα του 1843.
Ο Τσαρλς Ντίκενς, κατά πολλούς ο σημαντικότερος συγγραφέας της βικτωριανής εποχής, είναι 31 ετών και ήδη ο πιο γνωστός συγγραφέας στην Αγγλία.
Η νουβέλα με ήρωα τον μισάνθρωπο, τσιγκούνη Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο οποίος μετά τη μεταφυσική επίσκεψη που δέχεται Παραμονή Χριστουγέννων από τον πεθαμένο πριν από επτά χρόνια συνέταιρο του Τζέικομπ Μάρλεϊ και από τα φαντάσματα των Χριστουγέννων του Παρελθόντος, του Παρόντος και του Μέλλοντος, κάνει την απόλυτη μεταστροφή, γνωρίζει αμέσως επιτυχία και επαινείται από τους κριτικούς.
Μέχρι το τέλος του 1844 η νουβέλα κάνει δεκατρείς επανεκδόσεις.
Ήταν η εποχή που ο εορτασμός των Χριστουγέννων, στη μορφή που λίγο ως πολύ, ξέρουμε σήμερα, είχε αρχίσει να γίνεται δημοφιλής.
Ο Ντίκενς γράφει την ιστορία του Σκρουτζ σε έξι εβδομάδες, παράλληλα με τη λαϊκή νουβέλα «Η ζωή και οι περιπέτειες του Martin Chuzzrlewit», που δημοσιευόταν σε συνέχειες και η οποία αν και αγαπημένη του, έκανε τόσο κακές πωλήσεις, ώστε ο συγγραφέας βρέθηκε αντιμέτωπος με οικονομικές δυσκολίες.
Όταν δε, οι εκδότες του Chapman & Hall, ακριβώς λόγω των κακών πωλήσεων, του διεμήνυσαν ότι, θα προχωρούσαν σε μείωση των μηνιαίων αποδοχών του κατά πενήντα λίρες, τα πράγματα έγιναν ακόμη χειρότερα. Ο συγγραφέας είχε τέσσερα παιδιά και η σύζυγος του ήταν έγκυος.
Όπως αρκετοί συγγραφείς ο Τσαρλς Ντίκενς (1812 – 1870) ξεκίνησε την καριέρα του ως δημοσιογράφος -και παράλληλα, σκιτσογράφος.
Ο Γουίλιαμ Μπάροου, θείος του από την πλευρά της μητέρας του, του πρόσφερε εργασία στον «Καθρέπτη της Βουλής» (The Mirror of Parliament) και ο νεαρός Ντίκενς γράφει για τη Βουλή των Κοινοτήτων, ενώ ταξιδεύει σε αρκετά μέρη της Βρετανίας για να καλύψει πολιτικά θέματα και εκλογικές αναμετρήσεις για λογαριασμό του «Πρωινού Χρονικού» (Morning Chronicle).
Η πρώτη ανθολογία διηγημάτων του δημοσιεύεται το 1836 υπό τον τίτλο «Σκιαγραφήματα του Μποζ» (Sketches by Boz), όπου Μποζ ήταν οικογενειακό υποκοριστικό που ο ίδιος χρησιμοποιούσε ως ψευδώνυμο για μερικά χρόνια.
Στον ελεύθερο χρόνο του γράφει διηγήματα και τον Μάρτιο του 1836 δημοσιεύει σε 20 μηνιαίες συνέχεις τα «Χαρτιά του Πίκγουικ» (μία σειρά σκίτσων με εξαιρετικούς χαρακτήρες), που γίνονται ανάρπαστα. Την ίδια χρονιά παντρεύεται την Κάθριν Χόγκαρθ με την οποία απέκτησε τελικά, εννέα παιδιά.
Δύο χρόνια αργότερα έρχεται ο «Όλιβερ Τουίστ» (1838) – το πρώτο μυθιστόρημα που γράφτηκε στην αγγλική γλώσσα με πρωταγωνιστή ένα παιδί- με το οποίο ο Ντίκενς φωτίζει την άλλη πλευρά της Βρετανίας του 19ου αιώνα, μίας κοινωνίας μεγάλων αντιθέσεων, όπου κυριαρχούν ο πλούτος μαζί με την απόλυτη ένδεια.
Όταν γράφει τη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία» είναι διάσημος και στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Επισκέπτεται τις ΗΠΑ –ένα ταξίδι πέντε μηνών- κατά τη διάρκεια του οποίου δίνει διαλέξεις, μιλώντας μεταξύ άλλων εναντίον της δουλείας, ενώ επιστρέφοντας στη Βρετανία γράφει το βιβλίο «American Notes» επικρίνοντας τον αμερικανικό τρόπο ζωής, έναν κόσμο, όπως γράφει, τα βασικά χαρακτηριστικά του οποίου συνοψίζονται στην επιθυμία για πλούτο και υλικά αγαθά.
Πριν από το «A Christmas Carol», ο Ντίκενς είχε γράψει τρεις ιστορίες για τα Χριστούγεννα, αλλά τα γεγονότα που πυροδότησαν τη συγγραφή της Χριστουγεννιάτικης Ιστορίας ήταν η επίσκεψη του στο Field Lane Ragged School, ένα από τα πολλά ιδρύματα για τα παιδιά του δρόμου στο Λονδίνο και κυρίως, η δημοσίευση της Δεύτερης Έκθεσης της Επιτροπής για την Παιδική Εργασία τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους, η κοινοβουλευτική έκθεση στην οποία καταγράφονταν οι συνέπειες της Βιομηχανικής Επανάστασης στα παιδιά της εργατικής τάξης.
Ο Ντίκενς σοκάρεται από τα στοιχεία και τον επόμενο μήνα απευθύνει επιστολή σε σκληρή γλώσσα σε ένα από τα μέλη Επιτροπής.
Όλα αυτά δεν του είναι άγνωστα. Μετά την οικονομική καταστροφή και φυλάκιση του πατέρα του, είχε αναγκαστεί σε ηλικία δεκαπέντε ετών να διακόψει το σχολείο, να ζήσει μόνος και να βοηθήσει την οικογένεια στην αποπληρωμή του χρέους.
Εργαζόταν σε δεκάωρες βάρδιες σε μια αποθήκη για βερνίκια παπουτσιών στο Χάνγκερφορντ Στερς, κοντά στο σημερινό σιδηροδρομικό σταθμό του Τσάρινγκ Κρος και έβγαζε 6 σελίνια την εβδομάδα κολλώντας ετικέτες στα βαζάκια με το βερνίκι.
Μελετητές θεωρούν ότι, ο Ντίκενς σκιαγράφησε τον χαρακτήρα του Σκρουτζ επηρεασμένος εν μέρει από τα αντιφατικά συναισθήματα που έτρεφε για τον πατέρα του.
Η επικρατέστερη θεωρία ωστόσο είναι ότι, το πραγματικό πρόσωπο «πίσω» από τον Σκρουτζ ήταν ο πολιτικός Τζον Ελβς (ή Τζον Μέγκοτ, 1714 – 1789), γόνος αξιοσέβαστης αγγλικής οικογένειας- και περιώνυμος τσιγκούνης.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η μητέρα του, παρά τα πλούτη της, προτίμησε να λιμοκτονήσει παρά να αγοράσει τρόφιμα.
Ο πάμπλουτος τσιγκούνης Ελβς
Ο «μίζερος» Ελβς, ο οποίος πέραν της κληρονομιάς του ζυθοποιού πατέρα του, κληρονόμησε επιπλέον και τη μεγάλη περιουσία του θείου του, πήγαινε για ύπνο μόλις έπεφτε η νύχτα για να κάνει οικονομία στα κεριά.
Φορούσε ρούχα μόνο από δεύτερο χέρι, τα οποία ήταν σε τόσο κακή κατάσταση ώστε πολλοί νόμιζαν ότι ήταν ζητιάνος και καθώς περνούσαν από μπροστά του, του άφηναν στο χέρι δεκάρες.
Προτιμούσε να περπατήσει στη βροχή παρά να πληρώσει άμαξα και μετά άφηνε τα βρεγμένα ρούχα να στεγνώσουν πάνω του για να μην αναγκαστεί να ρίξει περισσότερα ξύλα στο τζάκι.
Η κατοικία του ήταν γεμάτη ακριβά έπιπλα και μουχλιασμένα τρόφιμα. Για να αγοραστούν φρέσκα έπρεπε πρώτα να καταναλωθούν τα χαλασμένα. Και επειδή του φαινόταν αδιανόητο να κάνει δαπάνες για συντήρηση και επισκευές, η έπαυλη του με την πάροδο των ετών έγινε ερείπιο.
Λέγεται ότι, ένας συγγενής του που κάποτε πέρασε τη νύχτα σε μία από τις εξοχικές κατοικίες του Ελβς ξύπνησε μέσα στη νύχτα από τα νερά της βροχής που έπεφταν στο κρεβάτι του.
Αφού έψαξε μάταια για το κουδούνι του προσωπικού αναγκάστηκε να μετακινήσει το κρεβάτι αρκετές φορές μέσα στη νύχτα μέχρι να βρει ένα σημείο στεγνό.
Όταν το επόμενο πρωινό μίλησε στον Ελβς για την… περιπέτεια του, εκείνος σχολίασε «Α! Εμένα δεν με ενοχλεί… Είναι μια ωραία γωνιά στη βροχή».
Σύμφωνα με τον βιογράφο του Edward Topham (που τον γνώριζε καλά) ο Ελβς ήταν ικανός να περάσει το βράδυ του συνομιλώντας με επιχειρηματίες και κομψές κυρίες σε αίθουσες πολυτελών κατοικιών με επιχρυσωμένους καναπέδες και υπηρέτες διαθέσιμους σε κάθε του νεύμα και στις 4 τα ξημερώματα, αντί να επιστρέψει στο σπίτι του, να πάει στο Smithfield για να δει τα κοπάδια του που πήγαιναν στην αγορά και να μείνει στην παγωνιά και τη βροχή προκειμένου να παζαρέψει με τον αγοραστή για ένα σελίνι.
Και κάπως έτσι και ενώ η κοινοβουλευτική του καριέρα τελείωσε, τελείωσαν και οι μέρες του, απαγορεύοντας ρητά την παραμικρή επισκευή στις κατοικίες του-ακόμη και για τα τζάμια που είχαν σπάσει- γευματίζοντας με το προσωπικό στην κουζίνα για να κάνει οικονομία στα ξύλα (το οποίο προσωπικό κατέληξε με μία οικονόμο, η οποία παραπονιόταν ότι ήταν μονίμως άρρωστη από την παγωνιά) και απολύοντας όποιον τολμούσε να δώσει σανό στα άλογα των λιγοστών τελικά επισκεπτών του.
Με άλλα λόγια, τίποτα λιγότερο από ένας γνήσιος Εμπενίζερ Σκρουτζ.
* (εκδόσεις Κουκούτσι, μετάφραση Μαρία Σ. Μπλάνα, 2018)
Πηγές: HuffingtonPost.gr