Τα περίπτερα είναι μια ελληνική πρωτοτυπία που στηρίζεται σε αρχαιοελληνική ιδέα.
Έχετε προσέξει ποτέ πως οι τουρίστες σταματούν και φωτογραφίζουν τα ελληνικά περίπτερα; Έχετε αναρωτηθεί ποτέ γιατί;
Απλά γιατί τα περίπτερα είναι ελληνική ιδιαιτερότητα και πρωτοτυπία και έτσι όπως υπάρχουν στην Ελλάδα δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.
Τα περίπτερα μεταλλάσσονται συνεχώς ανακλώντας τις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες κάθε εποχής.
Εξελίσσονται στον ναό του λιανοπωλητή, όπως εξάλλου μαρτυρά και η ονομασία του που προέρχεται από την αρχαία ελληνική λέξη «περίπτερος», δηλαδή ναός περιβαλλόμενος από σειρά κιόνων.
Ωστόσο πάντα παραμένει σταθερό το επίκεντρό τους.
Αυτό είναι η ελληνική οικογένεια, με όλες τις μορφές που μπορεί να έχει μέσα στις δεκαετίες. Το περίπτερο είναι εκεί για να εξυπηρετεί όλα τα μέλη της.
Μια ματιά στην ιστορία
Η ιδέα του περιπτέρου γεννήθηκε όταν η Ελλάδα έβγαινε από τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον ατυχή πόλεμο του 1897– και είχε γεμίσει με ανάπηρους και τραυματίες.
Στην αρχή δημιουργήθηκε το λεγόμενο κιόσκι, μικρός επαγγελματικός χώρος χωρίς καθορισμένο ωράριο λειτουργίας, όπου πωλούνταν κυρίως προϊόντα καπνού και ακολούθως είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης.
Η ιδιαίτερη κατασκευή ήταν διαστάσεων 0,70Χ0,70μ. και αποτελούνταν από τέσσερα μεταλλικά κολονάκια και μία βάση για να τοποθετούνται οι λιγοστές εφημερίδες εκείνης της εποχής.
Στο επάνω μέρος του περιπτέρου ένα πανί το προστάτευε από τον ήλιο. Μέχρι το 1922 όλα τα περίπτερα της χώρας παραχωρήθηκαν στην «Πανελλήνιον Ένωσιν Τραυματιών Πολέμου 1912-1921» από το υπουργείο Περιθάλψεως.
Δεν μπορούσαν να πωληθούν, να μεταβιβαστούν, να υποθηκευτούν η να υπομισθωθούν.
Μετά τον θάνατο του δικαιούχου παραχωρούνταν για πέντε έτη στα παιδιά ή τη γυναίκα του.
Το ποσό μισθώσεως ξεκινούσε από τις 20 δραχμές και έφτανε μέχρι τις 250, ενώ τα έσοδα αυτά πήγαιναν στο ειδικό «Ταμείο προικοδοτήσεως θυγατέρων και τραυματιών πολέμου».
Ξεκίνησαν όπως είπαμε σαν μικρά καπνοπωλεία, τα οποία εμφανίστηκαν αμέσως μετά την πρώτη ίδρυση του Ελληνικού κράτους στο Ναύπλιο και λίγο μετά άρχισαν να εμφανίζονται και στην Αθήνα.
Ήταν μια ιδέα των τότε κυβερνήσεων που δεν ήθελαν, ούτε και μπορούσαν να βγάλουν σε σύνταξη τους ήρωες, να τους δώσουν μια δουλειά για να βγάζουν τα προς το ζην τους.
Πάμε πίσω στο 1889 όταν ξεκίνησε η χορήγηση αδειών περίπτερων σε τραυματίες πολέμου.
Ξαφνικά οι πόλεις με ήρωες και απόστρατους πολέμου γέμισαν με αυτά τα γουστόζικα ξύλινα περιπτεράκια που πιο πολύ όμως έμοιαζαν με ξύλινες παράγκες πάρα με την μορφή που αργότερα εμφανίστηκαν.
Αργότερα αλλάζει η σχετική νομοθεσία, αλλάζει έτσι και η όψη τους, γίνονται όλα ομοιόμορφα και ομοιόχρωμα και με ίδιες διαστάσεις για όλη την Ελλάδα (1.30 Χ 1.50 μ.) με ρολά και ψυγείο για τα αναψυκτικά.
Σιγά σιγά απέκτησαν αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων, κάτι που λειτούργησε στην αρχή ως φοροεισπρακτικός μηχανισμός για να εξασφαλίζει το κράτος έσοδα από την πώληση του καπνού.
Πριν από την εμφάνισή τους, χύμα τσιγάρα και καπνό πωλούσαν πλανόδιοι που δεν μπορούσαν να ελεγχθούν αποτελεσματικά.
Από τότε για όλη την οικογένεια…
Καπνικά για τους άντρες, εφημερίδες που ήταν το μοναδικό μέσο ενημέρωσης εκείνης της εποχής, αλλά και αναψυκτικά και σοκολάτες για τις κοπέλες.
Τοποθετούνται στα πεζοδρόμια, στις πλατείες, στα πάρκα. στις στάσεις των λεωφορείων, στα ΚΤΕΛ.
Από το 1940 στα περίπτερα άρχισαν να πωλούνται «ζαχαρώδη» και αναψυκτικά – πορτοκαλάδες και γκαζόζες ΗΒΗ, φυλλαράκια τσίχλας με γεύση δυόσμου και κανέλας και αργότερα οι σοκολάτες.
Η δεκαετία του ’50 και του 60 είναι οι δεκαετίες της μεγάλης εσωτερικής μετανάστευσης και πλήθος ανθρώπων από την επαρχία συρρέουν στην Αθήνα κατά κύριο λόγο.
Με την έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα τα περίπτερα είναι αυτά που η θαυματουργή αυτή συσκευή βρίσκει την πλήρη εφαρμογή της και έτσι αποκτούν το πιο γνωστό και απαραίτητο «προϊόν» τους.
Η έλευση των τηλεφώνων στην Ελλάδα δίνει μεγάλη ώθηση στα περίπτερα, τα κάνει πολύ σημαντικά όπου βρίσκονται.
Για τηλέφωνο στο σπίτι ούτε κουβέντα εκείνη την εποχή όποτε τα περίπτερα με τις τηλεφωνικές τους συσκευές και τα τηλέφωνα με μετρητές και αργότερα με κερματοδέκτες(τα κόκκινα τηλέφωνα) είναι βασικά για την επικοινωνία με συγγενείς και φίλους στους τόπους καταγωγής.
Όλοι συρρέουν σε ουρές περιμένοντας την σειρά τους να πάρουν τηλέφωνο να μάθουν τα νέα από τους ανθρώπους που έχουν αφήσει κάπου σε ένα άλλο μέρος η να κάνουν ένα απλό τηλεφώνημα σε κάποιο πρόσωπο.
Αρκετά αργότερα εμφανίστηκαν και οι τηλεφωνικοί θάλαμοι όποτε τα περίπτερα «ηρέμησαν» λιγάκι από τις ατέλειωτες ουρές.
Με τα χρόνια όλο και περισσότερα προϊόντα έρχονται να μεγαλώσουν την γκάμα των προϊόντων τους και το περίπτερο εξελίσσεται σχεδόν σε μια μικρή αγορά άλλα παράλληλα μπαίνει στις υποχρεωτικές συνήθειές μας αφού η φράση «Θα το βρεις στο περίπτερο» και «Τα πάντα έχει το περίπτερο» γίνεται μια φράση μόνιμη στα ελληνικά στόματα.
Η αρχή και το τέλος κάθε γειτονιάς
Τα περίπτερα της περιοχής είναι η αρχή και το τέλος κάθε αναφοράς για την γειτονία η την περιοχή.
Εκεί κλείνονται τα ραντεβού , εκεί συχνάζουν όλοι οι κάτοικοι της περιοχής και εκεί συναντιούνται τα παιδιά για να αγοράσουν τα αγαπημένα περιοδικά τους η τις αγαπημένες λιχουδιές, τα αυτοκόλλητα για τα άλμπουμ , τις σοκολάτες και τα παγωτά.
Από το περίπτερο ξεκίνα η συνάντηση τις Κυριακές για την αγορά του καπνού και της εφημερίδος για να τελειώσει στο καφενείο της περιοχής για τους άνδρες.
Οι κοπέλες από το περίπτερο θα ξεκινήσουν την συνάντηση τους αγοράζοντας τσίχλες και σοκολάτες για να πάνε μετά κινηματογράφο και την βόλτα τους.
Οι περιπτεράδες είναι οι «Άρχοντες», ήρωες, οι κατάσκοποι, οι γνωστές των πάντων στην περιοχή τους.
Ξέρουν τα πάντα αφού κάθονται εκεί με τις ώρες και βλέπουν ακούν και παρατηρούν τα πάντα που συμβαίνουν γύρω τους.
Ακόμα και σήμερα όλοι θα πάμε να ρωτήσουμε τον περίπτερα για οποιαδήποτε πληροφορία θέλουμε για την περιοχή του. Και είναι σίγουρο ότι θα μας δώσει την καλύτερη και σωστότερη απάντηση από κάθε άλλον που θα ρωτήσουμε.
Τα περίπτερα, ακόμα και σήμερα είναι τα σημεία στα οποία περνάνε οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες κάθε πρωί προκειμένου να πάρουν το εισιτήριο για το λεωφορείο ή το τρόλεϊ, ή ένα σνακ.
Είναι το σημείο απ’ όπου θα αγοράσουν το γυναικείο περιοδικό με τα τελευταία νέα της μόδας, ή το εβδομαδιαίο έντυπο με το πρόγραμμα και τα κουτσομπολιά της τηλεόρασης.
Αλλά είναι και το σημείο όπου οι άντρες της παρέας θα πάρουν την αθλητική τους εφημερίδα. Θα κοντοσταθούν για ένα αναψυκτικό ή ένα κουτί μπύρα το καλοκαίρι. Ή θα αγοράσουν ένα ξυραφάκι για το ξύρισμα, τον αναπτήρα τους ή χαρτάκια για το στριφτό τσιγάρο.
Και επειδή υπάρχουν και προϊόντα… ανεξαρτήτως φύλου, ένα κρουασάν, ένα κουτί ποπ κορν ή ακόμα και ένας χυμός, η ένα πακέτο γαριδάκια είναι πάντα εκεί για όλους.
Η προοπτική
Το περίπτερο και η μικρή λιανική της γειτονιάς παραμένουν ψηλά στις προτιμήσεις και στην εμπιστοσύνη των καταναλωτών, πράγμα που σε μεγάλο βαθμό στηρίζεται στις διαπροσωπικές σχέσεις και στις ποικίλες εξυπηρετήσεις που με το χρόνο αναπτύσσονται και πιστοποιούνται.
Εδώ πρέπει να σημειώσουμε ότι η αξιοπιστία των περιπτέρων και της μικρής λιανικής κτίστηκε με εργασία ατελείωτων ωρών κάθε οικογένειας, κάτω από σκληρές καιρικές συνθήκες, σε στενούς χώρους που δεν επιτρέπουν κίνηση και με συνεχές ωράριο 16, 18 ακόμη και 24 ωρών.
Αυτό που φαίνεται στον περαστικό σαν «φυσικό φαινόμενο» είναι όμως μια εικόνα που κρύβει ιδρώτα, κούραση και οικονομικά και κοινωνικά βάσανα.
Φαινομενικά το μέλλον είναι άδηλο, ακριβώς όπως και κάθε μικρής επιχείρησης παραδοσιακών κλάδων
Όμως ξέρουμε από την πείρα ότι, όταν κάτι καλύπτει ανάγκες των καταναλωτών με καλύτερους όρους από μεγάλες επιχειρήσεις, δεν εξαφανίζεται.
Απλώς περνάει μια μεγάλη καμπή, συρρικνώνεται στην κρίση και στην ύφεση, αναγεννιέται με νέους όρους και προδιαγραφές, αξιοποιώντας και τις νέες τεχνολογίες που εισβάλουν στις επιχειρήσεις για να μειώσουν το κόστος διαχείρισης και διάθεσης.
Ο μεγάλος κίνδυνος δεν είναι αν το περίπτερο και η μικρή λιανική θα είναι αναγκαίες για τον καταναλωτή.
Πηγή άρθρου: topontiki.gr