Ο αιρετός του ΠΥΣΔΕ Ρεθύμνου Χρήστος Σουρουλής γράφει για την τηλεκπαίδευση που …ήρθε για να μείνει και τον ψηφιακό αλφαβητισμό των εκπαιδευτικών.
«Η τηλεκπαίδευση ήρθε για να μείνει», διαμήνυσε η υπουργός Παιδείας και εμείς ψάχνουμε συννεφάκι για να πέσουμε.
Χαρακτήρισε μάλιστα ‘’χρυσή ευκαιρία’’ την πανδημία για την εξοικείωση μαθητών και εκπαιδευτικών με την εξ αποστάσεως διδασκαλία και αναρωτιέμαι αν μόνο εγώ ανατριχιάζω στο άκουσμα των λέξεων ‘’χρυσή’’ και ‘’ευκαιρία’’ για μια κατάσταση που πεθαίνουν άνθρωποι.
Κάθε εχέφρων νους μπορεί να κατανοήσει ότι η τηλεκπαίδευση είναι μία προσωρινή ‘’λύση ανάγκης’’, με πολλά προβλήματα και περιορισμένες δυνατότητες. Όχι μόνο δεν αντικαθιστά, αλλά ούτε καν υποκαθιστά τη ζωντανή διδασκαλία στην τάξη.
Πολλοί μαθητές είτε δεν έχουν πρόσβαση σε αυτή, είτε έχουν πρόσβαση με τεχνικά προβλήματα – ακόμα και για διδάσκοντες ισχύει αυτό.
Σε πολλά σπίτια υπάρχει ένας υπολογιστής ή τάμπλετ, επομένως τα αδέλφια δεν μπορούν να παρακολουθούν ταυτόχρονα, ενώ από το κινητό είναι πάρα πολύ δύσκολο.
Δεν έχουν όλα τα σπίτια γραφεία, χώρους μελέτης, διαφορετικό δωμάτιο για κάθε παιδί.
Παραδείγματα αναφέρω, εστιάζοντας σε τεχνικού τύπου δυσκολίες, παραμερίζοντας για λόγους συντομίας ζητήματα μεγάλης ουσίας, όπως η εποπτεία της τάξης, η διάδραση μαθητή – εκπαιδευτικού, οι ομαδοσυνεργατικές δραστηριότητες και άλλα.
Για να υπάρξει αντίλογος στη δικαιολογημένη κριτική που ασκούν οι εκπαιδευτικοί (αλλά και γονείς, ακόμα και μαθητές), εκτός από τον επίσημο αντίλογο της κυβέρνησης, που εν πολλοίς συνοψίζεται στον ατεκμηρίωτο ισχυρισμό «η τηλεκπαίδευση πηγαίνει περίφημα», έχουν επιστρατευτεί και διάφορα πληρωμένα παπαγαλάκια και πολύξεροι δημοσιολογούντες, που δεν υπερασπίζονται μόνο τις κυβερνητικές επιλογές, αλλά επιτίθενται στους εκπαιδευτικούς, χαρακτηρίζοντάς τους ‘’γκρινιάρηδες’’ ή άσχετους/φοβικούς με την τεχνολογία. Ή και τα δύο. (Ή περισσότερα).
Παρόλο που αυτές οι ‘’κριτικές’’ δεν είναι, τις περισσότερες φορές, τίποτε άλλο παρά είτε αναμασήματα στερεοτύπων (του στυλ ‘’αυτοί οι δημόσιοι υπάλληλοι…’’), είτε ανακύκλωση ψευδών ισχυρισμών ή σκόπιμα επιλεγμένων εξαιρέσεων, θα εθελοτυφλούσαμε αν δεν παραδεχόμασταν πως βρίσκουν ανταπόκριση σε ένα πιθανώς μεγάλο τμήμα της κοινής γνώμης, ακόμα και σε εκπαιδευτικούς.
Συχνά σε εκπαιδευτικά sites και σελίδες στο facebook διαβάζουμε σχόλια, ή και άρθρα, που ως μότο έχουν ότι τα πράγματα αλλάζουν, ότι πρέπει να ανταποκριθούμε στις απαιτήσεις της εποχής και ότι αλίμονο αν ο καθηγητής ή ο δάσκαλος ‘’μείνει πίσω’’.
Η πειστικότητα αυτών των προσεγγίσεων έγκειται στο ότι οι βασικές παραδοχές αληθεύουν. Όντως τα πράγματα αλλάζουν, πράγματι πρέπει να ανταποκριθούμε στις σύγχρονες απαιτήσεις, αναμφίβολα δεν γίνεται να μείνουμε πίσω.
Ο διάβολος κρύβεται στις λεπτομέρειες: Πώς ορίζουμε την αλλαγή, σε ποιες απαιτήσεις οφείλουμε να ανταποκριθούμε, τι είναι τελικά πρόοδος και τι οπισθοδρόμηση;
Ανιχνεύοντας κάποιες απαντήσεις, καταρχάς θα έλεγα, σε όσους τυχόν το αγνοούν, ότι και πριν την πανδημία οι εκπαιδευτικοί δεν ζούσαμε σε σπηλιές, ούτε μπερδεύαμε τον υπολογιστή με την τηλεόραση.
Η μεγάλη πλειοψηφία χρησιμοποιούμε εδώ και χρόνια σύγχρονα τεχνολογικά μέσα, συχνά, συχνότατα, με δικές μας δαπάνες. Και φροντίζουμε να μένουμε ενημερωμένοι και να ανανεώνουμε τις γνώσεις μας συχνά, συχνότατα, με δική μας μέριμνα (και δαπάνες).
Επίσης, δεν περιορίζουμε τον ‘’εκσυγχρονισμό’’ μας μόνο στα ψηφιακά μέσα, αλλά ψαχνόμαστε και σε εναλλακτικούς τρόπους διδασκαλίας και, γενικότερα, μόρφωσης. (Σε ένα εκπαιδευτικό σύστημα με περιορισμένους πόρους και μέσα, αν μη τι άλλο). Και γνωρίζουμε ότι το να περνάνε οι μαθητές μας ώρες ολόκληρες μπροστά σε μία οθόνη είναι πιο οπισθοδρομικό και από την πιο δασκαλοκεντρική διδασκαλία.
Όσο για την ‘’γκρίνια’’, νομίζω ότι ήδη διανύθηκε ο μισός δρόμος της απάντησης: Εκείνος που προσπαθεί να δώσει το κάτι παραπάνω στους μαθητές δεν γκρινιάζει.
Ο άλλος μισός δρόμος της απάντησης είναι στο να διακρίνουμε την πονηριά που βρίσκεται στο μπέρδεμα της γκρίνιας με την τεκμηριωμένη κριτική και τη διεκδίκηση.
- Είναι γκρίνια να επισημαίνουμε τις σοβαρές ελλείψεις του δημόσιου σχολείου και να ζητάμε αύξηση των δαπανών;
- Πρέπει να λιβανίζουμε την κάθε υπουργάρα που λειτουργεί περισσότερο ως ντίλερ ιδιωτικών συμφερόντων και καθόλου ως υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος, για να μας πουν ότι είμαστε …έξω καρδιά;
Για να λέμε την αλήθεια, το πνεύμα διεκδίκησης – και αμφισβήτησης, μοιραία – συνάδει άριστα με την Παιδαγωγική – χωρίς αυτό ο κόσμος θα είχε ‘’μείνει πίσω’’, θα ζούσαμε ακόμα στον Μεσαίωνα και στα σχολεία θα ανακυκλώναμε μοτίβα που έχουν από καιρό καταρριφθεί, όπως π.χ. η ανισότητα ανάμεσα στα φύλα ή η απουσία ίδιων δικαιωμάτων για όλους.
Τέτοιες οπισθοδρομικές – γιατί αυτές είναι οπισθοδρομικές! – αντιλήψεις επανέρχονται επιθετικά, με ανοχή ή και ευθύνη των απανταχού κυβερνώντων. Χρέος του εκπαιδευτικού (και όχι μόνο) είναι λοιπόν, όταν τις αντιλαμβάνεται, να ‘’γκρινιάζει’’.
Χρήστος Σουρουλής
Αιρετός ΠΥΣΔΕ Ρεθύμνου