Το πολύμηνο κλείσιμο των σχολείων αφήνει τρομακτικές πληγές στο σώμα μιας ολόκληρης μαθητικής γενιάς. Και δυστυχώς με τον χρόνο θα ανακαλύπτουμε συνεχώς και νέες. Η απάντηση λοιπόν δεν μπορεί να είναι η αυτάρεσκη απόδοση ευσήμων του υπουργείου Παιδείας στον εαυτό του, επειδή «όλα πάνε καλά στην τηλεκπαίδευση»
Οι συνέπειες που έχει το κλείσιμο των σχολείων και η αντικατάσταση της εκ του σύνεγγυς διδασκαλίας με την εξ αποστάσεως (καταχρηστικά ονομάστηκε τηλεκπαίδευση) καταγράφονται και αποτιμώνται πλέον σε διεθνές επίπεδο. Πέρα από τις δραματικές και αυτονόητες επιπτώσεις στην κοινωνικοποίηση των μαθητών, έρευνες αναδεικνύουν την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων στην κατάκτηση των γνώσεων και κατ’ επέκταση στις επιδόσεις των μαθητών, ιδιαίτερα όσων προέρχονται από οικογένειες με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο.
Γράφει ο Νίκος Σαλτερής στο protagon.gr*
Υπολογίζεται ότι το κλείσιμο των σχολείων θα αυξήσει περαιτέρω τις εκπαιδευτικές ανισότητες, επιφέροντας 2,6% μείωση του μελλοντικού εισοδήματος και απώλεια κάθετων και οριζόντιων δεξιοτήτων των σημερινών μαθητών, εφόσον αυτό διαρκέσει περισσότερο από το 1/3 του σχολικού έτους (στοιχεία ΟΟΣΑ).
Στην Αγγλία διαπιστώθηκε ήδη ότι η τηλεκπαίδευση μείωσε τον χρόνο μελέτης των μαθητών δευτεροβάθμιας και οδήγησε σε κάθετη πτώση των δεξιοτήτων σε μαθηματικά, ανάγνωση και γραφή στους μαθητές πρωτοβάθμιας.
Στη Γερμανία, η Ένωση Εκπαιδευτικών πρότεινε την εθελοντική επανάληψη τάξης για τους υστερούντες μαθητές, κάποια κρατίδια δοκίμασαν ήδη τα θερινά σχολεία για τη στήριξή τους, ενώ συζητιέται και η υποστήριξη των εκπαιδευτικών με «ψηφιακούς βοηθούς» (όπως στα πανεπιστήμια), ώστε αυτοί να αποκτήσουν άμεσα δεξιότητες παραγωγής ελκυστικών ψηφιακών μαθημάτων.
Μείωση 40%-60% του σχολικού χρόνου
Στην Ελλάδα, πρωταθλήτρια χώρα στο κλείσιμο των σχολείων στην Ευρώπη, η απώλεια σχολικού χρόνου διά ζώσης διδασκαλίας το πρώτο έτος της πανδημίας –με τους πιο συγκρατημένους υπολογισμούς– κυμαίνεται μεταξύ 40% και 60%.
Παρά το γεγονός, πρόσφατα το αρχικά διακηρυγμένο σύνθημα «πρώτα τα σχολεία», μετατράπηκε σε «πρώτα η αγορά» υπό την πίεση της οικονομίας. Oπως λέει κι ο λαός, «μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις»…
Πρόσφατη έρευνα που διεξήχθη έπειτα από πρωτοβουλία ομάδας ελλήνων καθηγητών, κατέγραψε τόσο τα αρνητικά συναισθήματα των μαθητών που συνδέονται με την παρατεταμένη απουσία τους από τη σχολική αίθουσα και την υποχρεωτική συμμετοχή τους στην τηλεκπαίδευση (άγχος, θλίψη και ρουτίνα), όσο και τις δυσκολίες τεχνικού και διδακτικού χαρακτήρα που αντιμετωπίζουν οι διδάσκοντες (συνεχή τεχνικά προβλήματα, αδυναμία προσέλκυσης της προσοχής των μαθητών και ελέγχου της τάξης).
Αναμενόμενα ευρήματα, θα παρατηρήσει κανείς. Το θέμα όμως είναι ότι το υπουργείο Παιδείας, έναν χρόνο τώρα, δεν ευαρεστήθηκε να επιφορτίσει το καθ’ ύλην όργανό του, το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΙΕΠ), με τη διεξαγωγή ανάλογης έρευνας, που θα συμπεριλάμβανε και τη διερεύνηση των επιπτώσεων της τηλεκπαίδευσης στον γνωστικό τομέα.
Έτσι και το ΙΕΠ περί άλλα τυρβάζει σε περίοδο μέγιστης εκπαιδευτικής κρίσης… Αλλά όπως λέει και πάλι η παροιμία, «η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται».
Από πέρυσι τον Μάρτιο που έκλεισαν για πρώτη φορά τα σχολεία, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου επαναπαύθηκε στις προσπάθειες και τις πρωτοβουλίες που κατέβαλε η πλειονότητα των εκπαιδευτικών ώστε να προσφερθεί στους μαθητές όποια μορφή εξ αποστάσεως διδασκαλία ήταν δυνατό να στηθεί άμεσα και πρόχειρα με ανεπαρκείς τεχνολογικές υποδομές (μέχρι και σήμερα), με ανύπαρκτη επιμόρφωση και υποστήριξη των εκπαιδευτικών (μέχρι και σήμερα) και σε συνθήκες ανυπαρξίας μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής, που θα μπορούσαν να διευρύνουν τον αριθμό σχολείων που θα λειτουργούσαν, για το μέγιστο δυνατό χρονικό διάστημα, σε συνθήκες διδασκαλίας εκ του σύνεγγυς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι:
• Η πρόταση για δημιουργία τμημάτων με 15 μαθητές, όχι μόνο δεν συζητήθηκε σοβαρά τον Μάρτιο του 2020 (αντ’ αυτού ειπώθηκε το αλήστου μνήμης 17 μαθητές κατά μέσο όρο ανά τάξη), αλλά παραμένει θέμα ταμπού έναν χρόνο τώρα. Δεν διερευνήθηκε ούτε αναφέρθηκε ποτέ, πού και πόσες επιπλέον αίθουσες μπορούν να διατεθούν σε σχολεία για το χωρισμό των πολυπληθών τμημάτων. Πολύ περισσότερο δεν ελήφθησαν κατά περίπτωση μέτρα, οπότε και το υπουργείο αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει με τον ίδιο τρόπο τα σχολεία με ολιγομελή και πολυπληθή τμήματα.
• Η δικαιολογία περί αύξησης του κόστους μισθοδοσίας των αναγκαίων εκπαιδευτικών για τη λειτουργία επιπλέον τμημάτων δεν ευσταθεί. Την ίδια χρονική περίοδο έχουν διοριστεί χιλιάδες αναπληρωτές σε θέσεις παράλληλης στήριξης (ένας μαθητής/ένας δάσκαλος), τόσοι που, αν δει κανείς τα ποσοστά, θα θεωρήσει ότι είμαστε «χώρα με ειδικές ανάγκες» (γελάει και το παρδαλό κατσίκι σε διεθνή fora).
• Δεν επιχειρήθηκε καμιά ουσιαστική τροποποίηση των Εβδομαδιαίων Ωρολογίων Προγραμμάτων ώστε να καταστεί δυνατή η διά ζώσης λειτουργία των σχολείων, έστω σε βάρδιες σε όποιες περιοχές (αστικές) δεν ήταν δυνατή η εξεύρεση επιπλέον αιθουσών, αν και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα μπορούσαν να στηθούν ακόμα και προκάτ αίθουσες, όπου ήταν αναγκαίο.
• Συχνά, με τη λήψη οριζόντιων και για όλη την επικράτεια μέτρων για το κλείσιμο των σχολείων, στερήθηκαν αναίτια τη διά ζώσης διδασκαλία μαθητές σε απομονωμένες περιοχές της χώρας (π.χ. νησιά ή ορεινά χωριά covid free), αυξάνοντας τα ποσοστά απώλειας χρόνου ζωντανής διδασκαλίας, όταν μάλιστα σ’ αυτές τις περιοχές η παρακολούθηση της τηλεκπαίδευσης έχει περιθωριακό χαρακτήρα.
• Τα στοιχεία του υπουργείου για τον αριθμό κλειστών τμημάτων στη χώρα ελέγχονται ως ανακριβή για μια σειρά από λόγους (π.χ. δεν καταγράφονται οι ώρες υπολειτουργίας λόγω δικαιολογημένης απουσίας εκπαιδευτικών με άδεια ειδικών συνθηκών, διευρυμένες απουσίες μαθητών κ.ά.).
• Δεν παρουσιάστηκε εκ μέρους του υπουργείου, ούτε βέβαια συζητιέται, κάποιο μέτρο εκπαιδευτικής πολιτικής με στόχο την αναπλήρωση των μαθησιακών κενών κι ας γνωρίζουμε ότι θα υπάρξουν τέτοια, με βάση τη διεθνή έρευνα, αλλά και την εμπειρία των ελλήνων εκπαιδευτικών. Οι αστειότητες περί παράτασης του διδακτικού έτους κατά μια εβδομάδα (τόσο μόνο μπορεί να γίνει για μια σειρά από λόγους) δεν αποτελούν απάντηση στο πρόβλημα. Ηδη μηνύματα από τις πρώτες τάξεις του Δημοτικού ειδοποιούν ότι πολλοί μαθητές αντιμετωπίζουν διευρυμένες δυσκολίες στην κατάκτηση των βασικών δεξιοτήτων ανάγνωσης και γραφής.
• Απουσίασε πλήρως ένα σοβαρό και διευρυμένο πρόγραμμα ψηφιακού εξοπλισμού και ανάλογης στήριξης των μαθητών και των σχολείων. Ακατανόητες γραφειοκρατικές ρυθμίσεις, όπως η παράδοση του δανεισμένου στους μαθητές ψηφιακού εξοπλισμού πίσω στα σχολεία, χειροτέρευσαν την κατάσταση, ενώ στοιχειώδεις πολιτικές, όπως το voucher των 200 € σε οικογένειες με εξαιρετικά χαμηλό εισόδημα, ακόμα δεν έχουν υλοποιηθεί. Και στον τομέα αυτό, όλα αφέθηκαν στη φιλανθρωπική διάθεση κάποιων εταιρειών ή τις όποιες ελάχιστες πρωτοβουλίες των ΟΤΑ. Είναι και πάλι χαρακτηριστικό ότι σε μικρά χωριά, δάσκαλοι πηγαίνουν στα σπίτια μαθητών τους για να εξασφαλίσουν ότι αυτοί θα μπορέσουν να παρακολουθήσουν μαθήματα τηλεκπαίδευσης με τον ψηφιακό εξοπλισμό που διαθέτουν.
• Στα σχολεία ειδικής αγωγής, που ορθώς παραμένουν ανοιχτά, ο εμβολιασμός που υποσχέθηκε η πολιτική ηγεσία εδώ και ένα μήνα παραμένει στα χαρτιά, ενώ τα κρούσματα σε αυτά αυξάνουν.
• Δηλώσεις από επίσημα χείλη, του τύπου «η τηλεκπαίδευση είναι ισότιμη με την διά ζώσης διδασκαλία», μόνο θυμηδία προκάλεσαν, ενώ αψιμαχίες του στιλ «μπορούμε / δεν μπορούμε να βαθμολογήσουμε τους μαθητές», με μοναδικό γνώμονα τη συμμετοχή τους στην τηλεκπαίδευση, υποδεικνύουν το επίπεδο διαλόγου που διεξάγεται στη χώρα μας και σε περίοδο εκπαιδευτικής κρίσης.
• Τέλος, αντί να υπάρξει εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας του Υπουργείου διαρκής διάλογος και στήριξη της εκπαιδευτικής κοινότητας, αυτή αποφάσισε καθυστερημένα και ανορθολογικά να φέρει προς υλοποίηση σειρά μέτρων εκπαιδευτικής πολιτικής που οι ίδιες οι συνθήκες θα οδηγήσουν πιθανότατα στη ματαίωση ή την περαιτέρω δυσφήμησή τους στις συνειδήσεις της εκπαιδευτικής κοινότητας (π.χ. αξιολόγηση σχολικής μονάδας).
Μίζερη κανονικότητα
Με δυο λόγια, η απάντηση σε μια τόσο διευρυμένη, μακροχρόνια και γενικευμένη εκπαιδευτική κρίση, όπως αυτή που προκαλεί η πανδημία, δεν μπορεί να είναι η αυτάρεσκη απόδοση ευσήμων της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας στον εαυτό της, επειδή «όλα πάνε καλά στην τηλεκπαίδευση».
Δεν επαρκούν, βέβαια, ούτε τα καθυστερημένα συγχαρητήρια της στους εκπαιδευτικούς μας που ανταποκρίθηκαν μαζικά στην πρόκληση.
Γιατί η τηλεκπαίδευση δεν αποτελεί, ούτε μπορεί να αποτελέσει εκπαιδευτική κανονικότητα. Αποκάλυψε, βέβαια, και στα μάτια των γονέων ότι όσοι εκπαιδευτικοί είχαν άριστη διδακτική και παιδαγωγική σχέση με τους μαθητές τους και πριν από την πανδημία, βρήκαν τρόπους να τους διδάξουν και να τους στηρίξουν και πάλι μέσω της τηλεκπαίδευσης, κάτι που πρέπει να λάβουμε όλοι σοβαρά υπόψη μας στο μέλλον και ιδιαίτερα η πολιτική ηγεσία του υπουργείου, αλλά μέχρι εκεί.
Η πανδημία και το μακροχρόνιο κλείσιμο των σχολείων αφήνει πολλές πληγές στο σώμα της Εκπαίδευσης, στη μαθητική γενιά που φοιτά σήμερα στο σχολείο και ιδιαίτερα στους μαθητές και τις μαθήτριες των μικρότερων τάξεων. Και δυστυχώς με τον χρόνο θα ανακαλύπτουμε συνεχώς και νέες.
Είναι, λοιπόν, αναγκαίο, ακόμα και τώρα, έναν χρόνο μετά την έναρξη της πανδημίας, με ευθύνη της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας, να ανοίξει διευρυμένος και σοβαρός διάλογος για το πώς, όχι μόνο να θεραπεύσουμε όσες πληγές είναι δυνατό, αλλά και για το αν η συγκεκριμένη κρίση μπορεί να μας διδάξει κάτι για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει διαχρονικά το Σχολείο μας και για το μέλλον της Εκπαίδευσής μας.
* Ο Νίκος Σαλτερής είναι επίτιμος σχολικός σύμβουλος Δ.Ε. και συγγραφέας