Ο Μόντι πέθανε σαν σήμερα. Ο Μόντι που ζωγράφιζε τα κορίτσια του τυφλά επειδή δεν γνώριζε την ψυχή τους.
Επειδή «Όταν γνωρίσω την ψυχή σου, θα ζωγραφίσω τα μάτια σου» έλεγε. Ο Μόντι που οι προσωπογραφίες που έκανε ήταν οι γυναίκες που εμπιστεύθηκε. Ερωμένες και σεξεργάτριες.
Ο Μόντι που έμπαινε στα καπηλειά με ένα μολύβι κι ένα χαρτί κι αντάλλαζε τα σχέδια του για ένα ποτήρι αλκοόλ. Φυματικός κι άρρωστος κι αλκοολικός. Τοξικοεξαρτημένος και Εβραίος. Στιγματισμένος.
Ο Μόντι που ζωγράφιζε τις πόρνες και τις φτωχές επειδή ήθελε να τις υμνήσει με το έργο του. Επειδή τους άπορους ήξερε κι αυτούς ζωγράφιζε. Ο Μόντι που έμπνευσή του ήταν οι “καταραμένοι”. Επειδή κι αυτός καταραμένος ήταν. Μόντι.
Ο Μόντι που προτιμούσε να τον θεωρούν “μεθύστακα” παρά φυματικό επειδή ” Έτσι, δεν έβλεπαν πάνω του τα σημάδια της φυματίωσης. Οι αλκοολικοί, άλλωστε, ήταν αποδεκτοί. Οι φυματικοί όχι.»
Ο Μόντι που έκανε μια και μόνο έκθεση. Με τα γυμνά του. Που στη βιτρίνα είχε τοποθετηθεί ένα από αυτά.
Που το γυμνό κορίτσι του Μοντιλιάνι προκάλεσε τη συντηρητική κοινωνία. Που η έκθεση έμεινε μόνο τρεις μέρες. Η αστυνομία την απαγόρευσε.
Ο Μόντι που αγαπήθηκε από τη Ζαν. Που κι εκείνος την αγάπησε. Τη Ζαν τη φοιτήτρια καλών τεχνών. Που έμεινε μαζί του ως το τέλος.
Που όταν εκείνος πέθανε εκείνη μια μέρα μετά την κηδεία του πήδηξε από τον 5ο όροφο, να πάει μαζί του, είναι άδικη η ζωή χωρίς αυτόν και λίγη.
Που είπαν για εκείνην «Αργά τη νύχτα μπορούσε κανείς να τον δει πλάι στη Ζαν Εμπιτέρν, σιωπηλή, εξαντλημένη, καχεκτική, με τις μακριές της κοτσίδες της στην πλάτη, αγνή, τρυφερή, μία αληθινή Παναγία δίπλα στον θεό της» .
Που ζήτησε να ταφεί κοντά του. Που οι γονείς της δεν το έκαναν. Θεώρησαν τον Μόντι υπεύθυνο για την αυτοκτονία της.
Που έπρεπε να περάσουν δέκα χρόνια για να τους βάλουν μαζί για να γίνει αυτό που έγραψε σε ένα ποίημα ο Λειβαδίτης “Κι όταν πεθάνουμε, να μας θάψετε κοντά. Για να μην τρέχουμε μέσα στην νύχτα για να συναντηθούμε“.
Ο Αμεντέο Κλεμέντε Μοντιλιάνι πέθανε στις 24 του Γενάρη του 1920 . Στιγματισμένος. Φτωχός. Ταλαντούχος. Άρρωστος.
Θα είμαστε πάντα με τον Μόντι, τη Φρίντα, τον Γιαννούλη Χαλεπά, κάθε έναν που η κοινωνία στιγματίζει. Κάθε έναν που η κοινωνία βάζει στο περιθώριο και κάνει αόρατο.
Με κάθε άνθρωπο που βιώνει το ρατσισμό της κοινωνίας. Κάθε έναν που έκανε τις πληγές του τέχνη και ποίηση και πίνακα κι αγώνα και στίχο.
Τυφλό κορίτσι σ’ οδηγάει παιδί του Μοντιλιάνι*.
Κείμενο της Γιάννας Κούκα
*στίχος του Νίκου Καββαδία. Θεσσαλονίκη – Σταυρός του Νότου
Ποιος ήταν ο Αμεντέο Μοντιλιάνι
Γεννήθηκε στο Λιβόρνο της Τοσκάνης, ένα λιμάνι που βλέπει δυτικά στη Σαρδηνία και την Κορσική, και ξεκίνησε τις σπουδές του στις καλές τέχνες στην Ιταλία πριν μετακομίσει στο Παρίσι το 1906, όπου άρχισε να δημιουργεί το προσωπικό καλλιτεχνικό ύφος του.
Φιλάσθενος στο μεγαλύτερο μέρος της ζωής του, πέθανε σε ηλικία 35 ετών. Το ψευδώνυμο του ήταν Μόντι (Modi).
Η υγεία του Μοντιλιάνι ήταν εύθραυστη από τα παιδικά του χρόνια λόγω του ότι είχε αρρωστήσει από φυματίωση. Από νωρίς όμως γνώρισε τον κόσμο της τέχνης και αποφάσισε να γίνει ζωγράφος. Σε ηλικία 14 ετών άρχισε να παίρνει μαθήματα ζωγραφικής. Το 1901 γράφτηκε στην Ελευθέρα Σχολή Μελέτης Γυμνού (Scuola libera di Nudo) της Φλωρεντίας.
Ένα χρόνο αργότερα, σε ηλικία 18 ετών, συνέχισε τα μαθήματα ζωγραφικής στην Σχολή Καλών Τεχνών της Βενετίας, όπου εμβάθυνε στην ιστορία της τέχνης. Εκεί φαίνεται ότι άρχισε η σχέση του με τα ναρκωτικά (χασίς), των οποίων έκανε χρήση μέχρι τον θάνατό του.
Τρία χρόνια έζησε εκεί, σπουδάζοντας και βελτιώνοντας την τεχνική του στη ζωγραφική. Ταυτόχρονα, η ανάγνωση έργων του Νίτσε τον οδήγησε να πιστεύει ότι ο μόνος δρόμος για την αληθινή δημιουργικότητα ήταν μέσω της ανυπακοής και της αταξίας.
Όπως όλοι οι φιλόδοξοι καλλιτέχνες της εποχής του, ήταν το όνειρό του να ζήσει στο Παρίσι. Πράγματι, στα τέλη του 1905, σε ηλικία 21 ετών, πήγε για να ζήσει στο Παρίσι.
Αρχικά έμενε σε ένα ξενοδοχείο στη δεξιά όχθη του Σηκουάνα, ενώ σύντομα μετακόμισε στη Μονμάρτρη. Εκείνο τον καιρό η Μονμάρτρη αποτελούσε ήδη τη συνοικία του Παρισιού που συγκέντρωνε τους περισσότερους καλλιτέχνες, αποτελούσε το επίκεντρο της αβάν γκαρντ. Εγκαταστάθηκε στο Λε Μπατό Λαβουά (Le Bateau-Lavoir), ένα κοινόβιο για τους αδέκαρους καλλιτέχνες.
Σύντομα, άρχισε να απασχολείται έντονα με τη ζωγραφική, επηρεαζόμενος αρχικά από τα έργα του Ανρί ντε Τουλούζ Λοτρέκ, έως ότου ο Πωλ Σεζάν άλλαξε πολλές από τις απόψεις του.
Τελικά, ο Μοντιλιάνι ανέπτυξε το δικό του ιδιαίτερο ύφος, το οποίο δύσκολα μπορεί να κατηγοριοποιηθεί με εκείνο άλλων καλλιτεχνών. Παρήγαγε τα έργα του σε σύντομο χρόνο και ποτέ δεν τα επεξεργαζόταν ξανά. Στο καλλιτεχνικό περιβάλλον της Μονμάρτρης έζησε ο Μοντιλιάνι για περίπου τρία χρόνια, προσθέτοντας στις καταχρήσεις και αυτή του αλκοόλ.
Η άσχημη, όμως, οικονομική του κατάσταση, τον ανάγκασε να επιστρέψει για ένα σύντομο χρονικό διάστημα στην πατρίδα του, το Λιβόρνο.
Στο Παρίσι εγκαταστάθηκε μόνιμα πλέον το 1909. Επέλεξε τότε να μείνει την συνοικία Μονπαρνάς, λόγω των χαμηλών ενοικίων των κατοικιών. Οι ηδονιστικές του τάσεις ικανοποιούνταν μέσω αγοραίου έρωτα, έως ότου συνάντησε στα 26 του τον πρώτο σοβαρό έρωτα της ζωής του, τη Ρωσίδα ποιήτρια Άννα Αχμάτοβα, η οποία ήταν 21 χρονών και είχε παντρευτεί μόλις πρόσφατα.
Έμεναν σε διαμερίσματα του ίδιου κτιρίου και εκεί αναπτύχθηκε η σχέση τους. Ο θυελλώδης έρωτάς τους διήρκεσε ένα έτος περίπου, καθώς τα βίαια ξεσπάσματα του Μοντιλιάνι την οδήγησαν να επιστρέψει στον σύζυγό της.
Ο Μοντιλιάνι, ζώντας μέσα στην απόγνωση, έφτανε στα άκρα όσον αφορά τους εθισμούς και τις καταχρήσεις, ως το τέλος της ζωής του.
Στις 3 Δεκεμβρίου 1917, στην γκαλερί Berthe Weill έγιναν τα εγκαίνια της πρώτης — και τελικά μοναδικής όσο ζούσε — ατομικής έκθεσής του. Τις αίθουσες της γκαλερί κοσμούσαν γυμνά μεγάλου μεγέθους κι ένα από αυτά τοποθετήθηκε στη βιτρίνα. Η έκθεση έλαβε μεγάλη δημοσιότητα και προκλήθηκε κοσμοσυρροή. Λόγω του σκανδάλου που προέκυψε η αστυνομία απαγόρευσε την έκθεση.
Το 1918, τέταρτη χρονιά του πολέμου, η ζωή έγινε πολύ δύσκολη στο Παρίσι λόγω της έλλειψης τροφίμων και ηλεκτροδότησης και του φόβου των αεροπορικών βομβαρδισμών. Ο 33χρονος Μοντιλιάνι αποφάσισε να φύγει μαζί με τη νέα του αγαπημένη, τη 19χρονη σπουδάστρια τέχνης Ζαν Εμπιτέρν (Jeanne Hébuterne). Στο λαμπερό φως της Κυανής Ακτής, όπου κατέφυγαν, ο Μοντιλιάνι ζωγράφισε τους πιο δημοφιλείς και ακριβοπληρωμένους πίνακές του.
Τα τελευταία δύο χρόνια της ζωής του ο ζωγράφος έφτιαξε 25 πορτρέτα της ντροπαλής, μελαγχολικής και πανέμορφης Ζαν. Στις 29 Νοεμβρίου 1918 η Ζαν γέννησε την κόρη τους, η οποία πήρε το όνομά της (1918-1984). Δεν πρόλαβε όμως να παντρευτεί την αγαπημένη του Ζαν ούτε να αναγνωρίσει νόμιμα τον καρπό της σχέσης τους.
Στις 24 Ιανουαρίου 1920 ο ζωγράφος που έλεγε «θα ήθελα η ζωή μου να ήταν σαν πλουσιοπάροχο ποτάμι που κυλάει χαρμόσυνα πάνω στη γη» πέθανε στο Παρίσι, σε ηλικία 36 ετών, από φυματιώδη μηνιγγίτιδα, στο νοσοκομείο Σαριτέ.
Μια μέρα μετά το θάνατο του καλλιτέχνη, η σύντροφός του, Ζαν, αυτοκτόνησε πέφτοντας από το παράθυρο του του διαμερίσματός τους στον πέμπτο ορόφο, μην αντέχοντας τον θάνατό του, όντας εννέα μηνών έγκυος στο δεύτερο παιδί τους. Στην κηδεία του στο Κοιμητήριο Περ Λασέζ (Père Lachaise) παρευρέθηκε ένα τεράστιο πλήθος κόσμου.