Μπορεί η απεργία / αποχή που οι ομοσπονδίες των εκπαιδευτικών είχαν κηρύξει να κρίθηκε παράνομη από τα δικαστήρια στα οποία προσέφυγε το υπουργείο Παιδείας, ωστόσο φαίνεται ότι το ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου μπορεί να αποτελέσει θρυαλλίδα για εντάσεις απρόβλεπτου μεγέθους στον χώρο της Εκπαίδευσης.
Ήδη η Διδασκαλική Ομοσπονδία (ΔΟΕ) έκανε έφεση κατά της απόφασης του Πρωτοδικείου και δηλώνει ότι μέχρι η υπόθεση να κριθεί σε δεύτερο βαθμό θα συνεχίσει τις κινητοποιήσεις της ενάντια στην – όπως τη χαρακτηρίζει – «αντιπαιδαγωγική και καταστροφική για το δημόσιο σχολείο εσωτερική και εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων», υποστηρίζοντας μάλιστα ότι καταγράφονται υψηλά ποσοστά αποχής από τη διαδικασία σε πολλούς Διδασκαλικούς Συλλόγους (τα πρωτοβάθμια συνδικαλιστικά όργανα του κλάδου) της χώρας.
Σε αντίστοιχο «βηματισμό», και η ΟΛΜΕ κατέθεσε έφεση κατά της πρωτόδικης απόφασης για την απεργία / αποχή σημειώνοντας ότι έως τις 25 Ιανουαρίου, οπότε ορίστηκε η σχετική δικάσιμος, η κινητοποίηση συνεχίζεται, ενώ παράλληλα, ομού μετά της ΔΟΕ, καλεί την ΑΔΕΔΥ να παράσχει συνδικαλιστική κάλυψη στην κινητοποίηση των εκπαιδευτικών κηρύσσοντας και η ίδια απεργία / αποχή για το ζήτημα της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών και των σχολικών μονάδων.
Από την πλευρά του το υπουργείο Παιδείας διαμηνύει ότι δεν πρόκειται να κάνει βήμα πίσω στην εφαρμογή του νόμου. Μάλιστα, στην αγωγή που κατέθεσε κατά της απεργίας / αποχής το υπουργείο ανέφερε χαρακτηριστικά ότι οι συγκεκριμένες κινητοποιήσεις «συγχρόνως ανοίγουν τον δρόμο (σ.σ.: οι Ομοσπονδίες) ώστε μελλοντικώς οι ίδιες να καθορίζουν τα πάντα στην Εκπαίδευση, καθώς αύριο μπορεί να επιλέξουν να απεργήσουν και από τη διδασκαλία της δαρβινικής θεωρίας εξέλιξης των ειδών, μεθαύριο από την επιτήρηση των μαθητών, σε μερικούς μήνες από την παράδοση βαθμολογίας και την επόμενη χρονιά από τη διδασκαλία εγκεκριμένων βιβλίων».
Η “γραμμή” του υπουργείου
Η «γραμμή» της ηγεσίας του υπουργείου Παιδείας έχει αποτυπωθεί από την ίδια την υπουργό Νίκη Κεραμέως, η οποία, αφού διαβεβαίωσε ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών δεν θα φέρνει απολύσεις, εξαπέλυσε επίθεση κατά των συνδικαλιστών της εκπαιδευτικής κοινότητας λέγοντας ότι επί 40 χρόνια «απεργούν γιατί δεν τους αρέσει η αξιολόγηση» και προσθέτοντας ότι ο σχετικός νόμος είναι «ψηφισμένος νόμος του κράτους, που εφαρμόζεται στις περισσότερες χώρες της Ε.Ε. και που στοχεύει στην αξιολόγηση του ίδιου του σχολείου, προς όφελος της εκπαιδευτικής κοινότητας».
Σύμφωνα με το υπουργείο, στόχος της αξιολόγησης των εκπαιδευτικών είναι η βελτίωσή τους. Μάλιστα σημειώνεται ότι η αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου είναι περιγραφική («εξαιρετικό», «πολύ καλό», «ικανοποιητικό», «μη ικανοποιητικό») και όχι ποσοτική, και αφορά σε τρία πεδία αξιολόγησης:
- Τη γενική και ειδική διδακτική, ανά τετραετία, από τον σύμβουλο Εκπαίδευσης Επιστημονικής Ευθύνης / Ειδικότητας.
- Το παιδαγωγικό κλίμα και τη διαχείριση της τάξης, ανά τετραετία, από τον διευθυντή.
- Την υπηρεσιακή συνέπεια και επάρκεια εκπαιδευτικού, ανά διετία, από κοινού από τον σύμβουλο Εκπαίδευσης Παιδαγωγικής Ευθύνης και τον διευθυντή.
Από την άλλη, με έγγραφό του, το υπουργείο «στέλνει μήνυμα» στους εκπαιδευτικούς, σημειώνοντας ότι «η συμμετοχή στις διαδικασίες αξιολόγησης αποτελεί εκπλήρωση υπαλληλικού καθήκοντος και υποχρέωση, η οποία απορρέει από τους με αριθμό 4692/2020 (Α’ 111) και 4823/2021 (Α’ 136) νόμους. Σε περίπτωση μη συμμόρφωσης ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες από τον νόμο διαδικασίες».
Οι αντιρρήσεις και οι υποψίες
Το ζήτημα της αξιολόγησης του εκπαιδευτικού έργου και των σχολικών μονάδων αποτελεί ιστορική διελκυστίνδα μεταξύ των κυβερνήσεων και των εκπαιδευτικών, με τις εκάστοτε ηγεσίες του υπουργείου Παιδείας να υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατόν να μην αξιολογούνται με κάποιο τρόπο οι δάσκαλοι και καθηγητές, ώστε το υπουργείο να έχει μια εικόνα για τις ανάγκες του εκπαιδευτικού συστήματος για παρεμβάσεις.
Οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των εκπαιδευτικών – επικαλούμενες κάποιες φορές και την περίοδο του «επιθεωρητισμού» – κατηγορούν τις κυβερνήσεις ότι στόχο έχουν τη χειραγώγηση της εκπαιδευτικής διαδικασίας και την προώθηση «ημετέρων» σε θέσεις ευθύνης, μέσω της αξιολόγησης.
Στην παρούσα φάση, στις ενστάσεις των εκπαιδευτικών προστίθεται και η εξωτερική αξιολόγηση των σχολικών μονάδων, μέσω της οποίας, όπως ισχυρίζονται, επιδιώκεται ένα είδος κατηγοριοποίησης των σχολείων σε «καλά» και «κακά», η οποία, λένε, ενδέχεται να υποκρύπτει προθέσεις είτε για «λουκέτα» σε σχολικές μονάδες είτε για τη χρηματοδότηση των σχολικών μονάδων με βάση τα αποτελέσματα της αξιολόγησης. Υποστηρίζουν δε ότι ο έμμεσος στόχος της κυβέρνησης είναι να μεταθέσει τις ευθύνες της για τα προβλήματα που έχει η δημόσια Εκπαίδευση στους ίδιους τους εκπαιδευτικούς, και αντιπροτείνουν αξιολόγηση εσωτερική με στοχοθεσία από τα συλλογικά όργανα των μονάδων, με συμμετοχή και των στελεχών της εκπαιδευτικής κοινότητας.
“Εύφλεκτο υλικό”
Με δεδομένη την άκαμπτη στάση και των δύο πλευρών, το ζήτημα της αξιολόγησης μοιάζει «εύφλεκτο υλικό» για ευρύτερες κινητοποιήσεις στον χώρο της Εκπαίδευσης, έναν χώρο ο οποίος στο παρελθόν έχει «δώσει» μεγάλες απεργίες και έχει προκαλέσει μείζονες κοινωνικές αναταράξεις.
Οι εκπρόσωποι των εκπαιδευτικών υποστηρίζουν ότι η συμμετοχή στην αποχή από τις διαδικασίες της αξιολόγησης αγγίζει το 90%, υπενθυμίζοντας ότι και τον περασμένο Φεβρουάριο τα ποσοστά σε αντίστοιχη φάση αξιολόγησης είχαν κυμανθεί σε παρόμοια επίπεδα.
Επίσης οι νομικοί τους σύμβουλοι σημειώνουν ότι η απόφαση του δικαστηρίου που έκρινε την απεργία / αποχή παράνομη δεν είναι άμεσα εκτελεστή, με αποτέλεσμα να μπορούν να συνεχίζουν να απέχουν από τη διαδικασία μέχρις ότου η υπόθεση εκδικαστεί σε δεύτερο βαθμό.
Στο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Παιδείας σχεδιάζει τις επόμενες κινήσεις του, καθώς το ζήτημα της αξιολόγησης – πέραν του ότι αποτελεί προεκλογική δέσμευση της κυβέρνησης – είναι και ένα «στοίχημα» που ενδεχομένως θα κρίνει και άλλα πεδία που ίσως στο ορατό μέλλον δώσουν κινητοποιήσεις.