Οι ασθενείς με Covid-19 που εισάγονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) νοσοκομείου, έχουν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν ντελίριο ή κώμα, σε σχέση με όσους έχουν οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια για άλλο λόγο και όχι εξαιτίας του κορωνοϊού, σύμφωνα με τη μεγαλύτερη διεθνή επιστημονική έρευνα, που συμπεριλαμβάνει και την Ελλάδα.
Οι ασθενείς με Covid-19 που εισάγονται σε μονάδα εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) νοσοκομείου, έχουν σημαντικά μεγαλύτερη πιθανότητα να εκδηλώσουν ντελίριο ή κώμα, σε σχέση με όσους έχουν οξεία αναπνευστική ανεπάρκεια για άλλο λόγο και όχι εξαιτίας του κορωνοϊού, σύμφωνα με μια νέα διεθνή επιστημονική έρευνα, τη μεγαλύτερη του είδους της μέχρι σήμερα.
Σε περίπου 750.000 εκτιμάται, σύμφωνα με τη μελέτη, ότι ανέρχεται ο αριθμός των ασθενών με Covid-19 που έχουν χρειαστεί μηχανική υποστήριξη της αναπνοής και διασωλήνωση παγκοσμίως μέχρι σήμερα, πράγμα που αυξάνει τον κίνδυνο να εμφανίσουν ντελίριο ή κώμα.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής επιστήμονες από τα πανεπιστήμια Βάντερμπιλ του Τενεσί των ΗΠΑ και Βαλένθια της Ισπανίας, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό πνευμονολογίας “The Lancet Respiratory Medicine”, μελέτησαν 2.088 ασθενείς Covid-19 με μέση ηλικία 68 ετών, εισηγμένους σε 69 ΜΕΘ 14 χωρών.
Από την Ελλάδα συμμετείχε η ΜΕΘ του Νοσοκομείου «Παπανικολάου» της Θεσσαλονίκης, με υπεύθυνη την καρδιολόγο-εντατικολόγο Μυρτώ Τζίμου.
Το 82% των ασθενών ήταν σε κωματώδη κατάσταση για δέκα μέρες κατά μέσο όρο, ενώ το 55% είχαν ντελίριο επί τρεις μέρες κατά μέσο όρο.
Η οξεία εγκεφαλική δυσλειτουργία (κώμα ή ντελίριο) τους διήρκεσε για 12 μέρες κατά μέσο όρο.
«Οι χρονικές αυτές διάρκειες είναι περίπου διπλάσιες από εκείνες σε ασθενείς χωρίς Covid-19», επεσήμανε η δρ Μπρέντα Παν του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου Βάντερμπιλτ.
Το ντελίριο στις ΜΕΘ σχετίζεται με μεγαλύτερο κίνδυνο θανάτου και – σε περίπτωση επιβίωσης- άνοιας του ασθενούς.
Οι ερευνητές επεσήμαναν ότι η διαχείριση των ασθενών στις ΜΕΘ εν μέσω πανδημίας φαίνεται μερικές φορές να καταφεύγει σε παλαιότερες πρακτικές (βαθιά καταστολή, εκτεταμένη χρήση βενζοδιαζεπινών, ακινητοποίηση ασθενούς, απομόνωση από οικογένεια) και εγκατάλειψη των πιο σύγχρονων κλινικών πρωτοκόλλων που μειώνουν την πιθανότητα εγκεφαλικής δυσλειτουργίας των ασθενών σε κρίσιμη κατάσταση.
«Είναι ξεκάθαρο από τα ευρήματα μας ότι πολλές ΜΕΘ επέστρεψαν σε πρακτικές καταστολής που ξεφεύγουν από τις σημερινές καλύτερες πρακτικές, ίσως επειδή πολλά νοσοκομεία εμφάνισαν ελλείψεις σε προσωπικό ΜΕΘ», ανέφερε η Παν.
Σύμφωνα με τη νέα μελέτη, η χορήγηση βενζοδιαζεπινών αυξάνει κατά σχεδόν 60% τον κίνδυνο εμφάνισης ντελίριου στη ΜΕΘ, ενώ όταν επιτρέπονται οι επαφές με μέλη της οικογένειας -δια ζώσης ή διαδικτυακά- ο κίνδυνος ντελίριου μειώνεται κατά 30%.
«Οι παρατεταμένες περίοδοι οξείας εγκεφαλικής δυσλειτουργίας είναι σε μεγάλο βαθμό δυνατό να αποφευχθούν.
Η μελέτη ηχεί καμπανάκι κινδύνου: καθώς εισερχόμαστε στο δεύτερο ή και στο τρίτο κύμα της Covid-19.
Οι μονάδες ΜΕΘ πρέπει πάνω απ’ όλα να επιστρέψουν σε ελαφρύτερα επίπεδα νάρκωσης αυτών των ασθενών, σε συχνότερες αφυπνίσεις και δοκιμές αναπνοής, σε μεγαλύτερη κινητικότητα τους και σε ασφαλείς επαφές πρόσωπο με πρόσωπο ή ψηφιακά», ανέφερε ο καθηγητής αναισθησιολογίας Πρατίκ Πανταριπάντε του Βάντεμπιλτ.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ