Ο Καθηγητής Φαρμακολογίας Αχιλλέας Γραβάνης εξηγεί πώς δρουν τα mRNA εμβόλια και πως η συγκεκριμένη τεχνολογία έσωσε και τον μικρό Παναγιώτη Ραφαήλ.
Πριν από 3 δεκαετίες μια επιστημονική ομάδα εστίασε στη διαδικασία χρήσης του RNA δηλαδή του “αγγελιοφόρου” του ανθρώπινου οργανισμού ώστε αυτός να αναπτύσσεται για να το πούμε απλά με βάση το DNA. Επειδή όμως το DNA (είτε λόγω γενετικών παραγόντων είτε λόγω κάποιας εξωγενούς παρέμβασης) μπορεί και να μη δώσει το σωστό μήνυμα, μια παρέμβαση στον αγγελιοφόρου του θα μπορούσε να φανεί σωτήρια.
Αυτό συμβαίνει τώρα και με τα mRNA εμβόλια , δηλαδή των Pfizer και Moderna. Δυο καινούργια εμβόλια τα οποία όμως βασίζονται σε μια παλιά σχετικά τεχνολογία.
Όπως μας αναφέρει ο κ. Αχιλλέας Γραβάνης Καθηγητής Φαρμακολογίας, στην Ιατρική Σχολή του Πανπιστημίου Κρήτης και Ερευνητής στο Ινστιτούτο Μοριακής Βιολογίας & Βιοτεχνολογίας του ΙΤΕ, η ιστορία της χρησιμοποίησης της τεχνολογίας mRNA στον άνθρωπο έχει ξεκινήσει εδώ και 30 χρόνια.
“Το πρόβλημα που υπήρξε για να εφαρμοστεί στην κλινική πρακτική ήταν ότι δυστυχώς – αλλά και ευτυχώς- το RNA αλλά και περισσότερο το mRNA είναι εξαιρετικά ασταθές μόριο και έχει χρόνο ζωής έξω από το σώμα ή και μέσα στο σώμα μόλις μερικά λεπτά. Έτσι η τεχνική στο να χρησιμοποιήσουμε ένα γενετικό μήνυμα το οποίο έχει μικρό χρόνο ζωής είτε για να θεραπεύσουμε είτε για να προλάβουμε κάποια νόσο δεν προχώρησε για το λόγο αυτό“.
Η μεγάλη αλλαγή έγινε όταν πριν 2-3 χρόνια οι επιστήμονες κατάφεραν να αλλάξουν ένα δομικό στοιχείο του mRNA (νουκλεοσίδιο) το οποίο δημιούργησε συνθήκες μεγαλύτερης σταθερότητας. Αυτό έδωσε τη δυνατότητα να διατηρείται για μεγαλύτερο διάστημα – όχι για πολύ μεγάλο- η ζωή και η σταθερότητα του mRNA.
Έτσι ξεπήδησαν προσπάθειες για ανάπτυξη θεραπευτικών mRNA εμβολίων που δεν εστίαζαν καταρχάς στα λοιμώδη νοσήματα, στα ιογενή, μικροβιακά νοσήματα, αλλά κατ’ εξοχήν στον καρκίνο και στα νευροεκφυλιστικά νοσήματα.
“Η διατήρηση μεγαλύτερου χρόνου του μορίου μέσα στο σώμα μας, θεωρείται ως «Μάνα εξ ουρανού» με το ξέσπασμα της πανδημίας πριν 1,5 χρόνο, όμως από πιο νωρίς είχαν ξεκινήσει έρευνες. Η Biontech η οποία δημιούργησε το mRNA εμβόλιο (το γνωστό εμβόλιο Pfizer) έχει αυτή τη στιγμή πολλές κλινικές μελέτες στον άνθρωπο για άλλα νοσήματα. Για παράδειγμα έχει σε κλινική μελέτη φάσης Ι-ΙΙ ένα εμβόλιο για την Πολλαπλή Σκλήρυνση, ενώ δοκιμάζει και εμβόλια κατά του καρκίνου του μαστού αλλά και άλλων νεοπλασμάτων” αναφέρει ο κ. Γραβάνης.
Συμπληρώνει δε ότι και η Moderna έχει κλινικά πρωτόκολλα για κακοήθειες, ενώ και πολλές άλλες μικρές εταιρείες βιοτεχνολογίας αναπτύσσουν σημαντικές έρευνες. “Κάτι βέβαια που θα πρέπει να αναφέρουμε είναι ότι πρώτη τα mRNA εμβόλια τα συνέλαβε η Novartis, όμως θεώρησε ότι δεν θα είχαν τόσο μεγάλη χρησιμότητα στην κλινική ιατρική και σταμάτησε την ανάπτυξή τους. Μάλιστα από το συγκεκριμένο τμήμα της εταιρείας που ανέπτυξε την τεχνολογία αυτή, πολλοί επιστήμονες στελέχωσαν τις μετέπειτα μικρές εταιρείες βιοτεχνολογίας που τώρα πρωταγωνιστούν” μας λέει ο καθηγητής.
“Αυτό που θα πρέπει να σημειώσω είναι ότι δεν θέλουμε, δε χρειάζεται μεγάλος χρόνος διάρκειας του μηνύματος μέσα στο σώμα. Θέλουμε το μόριο να εισέρχεται στον οργανισμό να μεταδίδει το μήνυμα και μετά να εξαφανίζεται. Δηλαδή θέλουμε είτε τον παράγοντα προφύλαξης, δηλαδή ένα αντιγόνο όπως είναι η πρωτεΐνη ακίδα για τον κορονοϊό, είτε ένα μόριο το οποίο μπλοκάρει είτε μία νόσο, είτε ένα γονίδιο, είτε μια διαδικασία σηματοδότησης που σχετίζεται με ένα νόσημα και μετά να εξαφανίζεται. Και το σημειώνω αυτό για να πω ότι οι αγωνίες που έχουν πάρα πολλοί που δεν ξέρουν την τεχνολογία και φοβούνται ότι αυτό θα ενσωματωθεί στο DNA μας, δεν θα έπρεπε να υπάρχουν”
Να τονίσουμε ότι υπάρχουν εκατοντάδες επιστημονικές δημοσιεύσεις που μιλούν για τις προσπάθειες ανάπτυξης θεραπευτικών και προφυλακτικών εμβολίων -σε πειραματόζωα- εδώ και 15-20 χρόνια. Πλέον τα τελευταία 2-3 χρόνια έχουν προχωρήσει και θα επιταχυνθούν και είναι κάτι παραπάνω από βέβαια ότι σε 10-15 χρόνια θα έχουμε τα πρώτα mRNA φάρμακα, είτε προφύλαξης είτε θεραπείας.
“Να σημειώσω δε ότι έχουμε φάρμακα πάνω σε αυτή την τεχνολογία, είναι τα anti sense RNAs τα οποία χρησιμοποιούμε. Μία νόσος που προσβάλει τον κινητικό νευρώνα στα παιδιά θεραπεύεται με ένα τέτοιο φάρμακο. Αν θυμάστε την περίπτωση του μικρού Παναγιώτη Ραφαήλ, το παιδί αυτό θεραπεύτηκε και είναι τώρα σε πολλή κατάσταση” σημειώνει ο κ. Γραβάνης.
Δράση και ασφάλεια των mRNA εμβολίων
Με το εμβόλιο για τον κορονοϊό, η τεχνολογία mRNA χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στον άνθρωπο. “Είναι το πιο ασφαλές αυτή τη στιγμή εμβόλιο που έχει δημιουργήσει η ιατρική. Είναι ένα μικρό μήνυμα το οποίο όταν μπει μέσα στο μπράτσο μας ενσωματώνεται τοπικά στα μυοκύτταρα, εκφράζεται εκεί που είναι η πρωτεΐνη ακίδα και μετά καταστρέφεται από τον οργανισμό μας. Παραμένει ένα μόνο απειροελάχιστο κομμάτι του ιού, η πρωτεΐνη ακίδα, η οποία είναι το «όπλο» του ιού για να προσδένεται στα υγιή κύτταρα του οργανισμού μας και να τα μολύνει, δηλαδή να τα κάνει να αναπαράγουν δισεκατομμύρια από τον ιό. Όταν δημιουργηθεί από το εμβόλιο η πρωτεΐνη ακίδα, μένει μόνο στο μπράτσο. Δεν μεταφέρεται σε όλο το σώμα” αναφέρει συγκεκριμένα ο καθηγητής.
Συνεχίζει λέγοντας ότι στο σημείο του εμβολίου, έρχονται πολύ συγκεκριμένα κύτταρα του ανοσοποιητικού μας συστήματος που ονομάζονται ανοσοπαρουσιαστικά κύτταρα. “Αυτά αναγνωρίζουν και εγκολπώνουν μέσα στο σώμα τους την πρωτεΐνη και το μήνυμα της, πολλαπλασιάζονται σε εκατοντάδες εκατομμύρια και αυτά είναι που θα πάνε σε όλο μας το σώμα για να παράξουν την ανοσία μνήμης που είναι αντισώματα (Β λεμφοκύτταρα) και Τ κυτταροτοξικά λεμφοκύτταρα. Τα τελευταία δεν ενδιαφέρονται για τον ιό αλλά για τα κύτταρα που έχουν μολυνθεί τα οποία και τα εξολοθρεύουν” λέει περιγράφοντας τη διαδικασία δράσης του εμβολίου ο κ. Γραβάνης.
Η διαδικασία αυτή λοιπόν είναι διπλή: και μπλοκάρει τη μόλυνση από τον ιό αλλά και σκοτώνει ο ιός και σκοτώνει και όσα κύτταρα έχει προλάβει να μολύνει.
“Τα κύτταρα αυτά να σημειώσουμε ότι μένουν στον οργανισμό εν υπνώσει αλλά όταν έρθουν σε βάθος χρόνου σε επαφή με τον ιό, αναγνωρίζουν τον ιό και αρχίζουν να δρουν. Να σημειώσουμε ότι με βάσει δύο σημαντικές επιστημονικές δημοσιεύσεις αποδεικνύεται ότι αυτή η μνήμη στον οργανισμό μας διατηρείται για τουλάχιστον ένα χρόνο” μας αναφέρει ο κ. Γραβάνης.