Οι «σοφοί» προτείνουν αποχώρηση του κράτους από τις προστατευτικές υποχρεώσεις προς τους πολίτες, συρρίκνωση της κοινωνικής ασφάλισης, δημιουργία ευκαιριών για ιδιωτική ασφάλιση, υποτίμηση του κόστους εργασίας και «μείωση κοινωνικών δαπανών».
- Η έκθεση διαπνέεται από την άποψη πως η ανάπτυξη θα έρθει αν μειώσουμε το μισθολογικό κόστος
- Κίνδυνος για όσους θεμελιώνουν δικαίωμα συνταξιοδότησης έως τον Δεκέμβριο του 2021 με πλασματικά έτη
- Απίθανeς «λύσεις»: Η μείωση εισφορών των μισθωτών θα φέρει μεγάλη αύξηση αποταμιεύσεων
Άρθρο του Κωνσταντίνου Τσουκαλά* στο newsbreak.gr
Τον περασμένο μήνα η κυβέρνηση παρουσίασε την έκθεση της επιτροπής Πισσαρίδη, η οποία κατά δήλωση της αποτελεί τον οδικό χάρτη των μεταρρυθμίσεων που θα «μεταμορφώσουν» την ελληνική κοινωνία και θα αποκαταστήσουν τις στρεβλώσεις που κρατούν την ελληνική οικονομία σε υστέρηση σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Σημαντικό τμήμα της έκθεσης αφορά αλλαγές στις εργασιακές σχέσεις, στην κοινωνική ασφάλιση και στο ζήτημα του ιδιωτικού χρέους. Είναι, όμως, πράγματι μεταρρυθμίσεις οι προτεινόμενες δράσεις στις οποίες καταλήγει η έκθεση;
Ίδιες εισφορές για πλούσιους και φτωχούς
Σχετικά με την κοινωνική ασφάλιση, η έκθεση προτείνει τη θέσπιση μιας και ενιαίας εισφοράς υπέρ υγείας στους μισθωτούς, στο μοντέλο που ισχύει μετά την εφαρμογή του ν. 4670/2020.
Δηλαδή να πληρώνει ίδιες εισφορές υπέρ υγείας ο μισθωτός που λαμβάνει μισθό 6.500 ευρώ ή 3.000 ευρώ με τον μισθωτό που λαμβάνει μισθό 650 ευρώ.
Για να πραγματοποιηθεί αυτό, ή θα αυξηθούν οι εισφορές υγείας στους χαμηλόμισθους με αποτέλεσμα να μειωθεί περαιτέρω ο ήδη χαμηλός μισθός τους ή το πιθανότερο να μειωθούν κατακόρυφα οι εισφορές υπέρ υγείας στους μεσαίους και τους υψηλούς μισθούς.
Βέβαια, πίσω από το «τυράκι» της αύξησης των καθαρών αποδοχών των μισθωτών μέσω της μείωσης των εισφορών υπέρ υγείας κρύβεται η «φάκα» της μείωσης των αποθεματικών που κατευθύνονται στο σύστημα υγείας και περίθαλψης και συνακόλουθα η μείωση των κρατικών δαπανών που θα ενισχύουν την υγεία.
Το παράδοξο, πέραν των ιδεολογικών διαφωνιών, είναι ότι αυτή η συζήτηση λαμβάνει χώρα εν μέσω της πανδημίας του κορονοϊού, ενώ υποτίθεται πως είναι κοινός τόπος όλων των πολιτικών δυνάμεων η ανάγκη στήριξης του ΕΣΥ.
Πώς θα ενισχύεται το Εθνικό Σύστημα Υγείας ενώ ταυτόχρονα θα μειώνονται οι εισφορές και οι δαπάνες υπέρ υγείας;
Φαίνεται ότι η επιτροπή έχει βρει τη λύση. Όπως αναφέρει στο ανάλογο εδάφιο, «το σχετικό κενό θα μπορεί να καλυφθεί από τα φορολογικά έσοδα».
Τόσο απλά λύθηκε το ζήτημα, σαν τα φορολογικά έσοδα να είναι δεδομένα και να έρχονται ως μάννα εξ ουρανού χωρίς περαιτέρω φορολογικές επιβαρύνσεις στους πολίτες.
Στη συνέχεια προβλέπεται η θέσπιση πλαφόν ασφαλιστικών εισφορών υπέρ του κλάδου σύνταξης, ώστε να μην επιβαρύνονται οι υψηλόμισθοι ιδιωτικοί υπάλληλοι με μεγάλες εισφορές.
Η εφαρμογή της άποψης αυτής θα οδηγήσει σε μείωση των εισερχόμενων στο σύστημα ασφαλιστικών εισφορών και θα δημιουργήσει έλλειμμα στα έσοδα του ΕΦΚΑ.
Η κύρια έγνοια της επιτροπής δεν είναι τόσο η ελάφρυνση των υπαλλήλων, αλλά η μείωση του μη μισθολογικού κόστους για τις επιχειρήσεις.
Φτηνές υπερωρίες
Στο ίδιο πλαίσιο κινούνται και οι προτάσεις της επιτροπής για μείωση του κόστους των υπερωριών, που ήδη προωθείται από την κυβέρνηση, μέσω της χορήγησης δυνατότητας στις επιχειρήσεις να μπορούν να απασχολούν εργαζομένους πέραν του οκταώρου και έως δέκα ώρες χωρίς πρόσθετη αμοιβή, και αναπλήρωση των παραπάνω ωρών με λιγότερες ώρες εργασίας ή ρεπό σε άλλη μέρα.
Ολόκληρο το κείμενο της έκθεσης διαπνέεται από την άποψη πως αν μειώσουμε στο ελάχιστο το μισθολογικό και μη μισθολογικό κόστος, θα διαμορφωθούν όροι ταχείας οικονομικής ανάπτυξης, η οποία θα αναπληρώσει τη μείωση των εσόδων και θα διατηρήσει αυτόματα τη βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος.
Η επιτυχία αυτού του εγχειρήματος δεν επιβεβαιώνεται από τα ιστορικά προηγούμενα και περισσότερο μοιάζει με ευχολόγιο παρά με εύλογη πεποίθηση.
Προφανώς η ελάφρυνση των επιχειρήσεων είναι μέσο για την επίτευξη ανάπτυξης, αλλά δεν αποτελεί τη μοναδική παράμετρο.
Χωρίς στήριξη της πραγματικής οικονομίας, εκτεταμένα προγράμματα δημοσίων επενδύσεων, ενίσχυση του πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών – καταναλωτών, η μονομερής περικοπή κοινωνικών δαπανών θα οδηγήσει σε εμβάθυνση της οικονομικής κρίσης και αναδιανομή πλούτου.
Σκληρές παρεμβάσεις στο Ασφαλιστικό
Επίσης, προκρίνεται στην έκθεση, με μισόλογα βέβαια και χωρίς ανάλυση, η κατάργηση των μεταβατικών διατάξεων για τα όρια ηλικίας.
Η έκθεση αναφέρει: «Με βάση τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αναμένεται ότι έως το 2022 οι επιλογές πρόωρης συνταξιοδότησης θα έχουν καταργηθεί και θα ισχύει μια γενική ηλικία συνταξιοδότησης των 67 ετών (ή των 62 ετών με εισφορές 40 ετών).
Δεδομένων των δυσμενών δημογραφικών εξελίξεων για την Ελλάδα, δεν θα πρέπει να επανεισαχθούν εξαιρέσεις από αυτούς τους καθολικούς κανόνες».
Ή δεν γνωρίζουν ή σκοπίμως αποκρύπτουν ότι οι μεταβατικές διατάξεις για όσους κατοχυρώνουν δικαίωμα έως το 2021 συνεχίζουν να ισχύουν και μετά το 2022.
Μήπως αυτό που εντέχνως προτείνουν είναι η κατάργηση των μεταβατικών διατάξεων για αυτές τις κατηγορίες;
Σε συνδυασμό με τη γενικόλογη αναφορά στην ανάγκη εξορθολογισμού των κανόνων εξαγοράς των πλασματικών ετών (έχουν ήδη εξορθολογιστεί καθώς από την 1η Ιανουαρίου 2020 σε όλα τα Ταμεία το κόστος εξαγοράς κυμαίνεται στο 20% του μισθού), μας καθιστούν καχύποπτους σχετικά με την πιθανότητα να νομοθετηθεί η κατάργηση της θεμελίωσης δικαιώματος μέσω της εξαγοράς πλασματικών ετών.
Αν συμβεί αυτό, η μεγάλη πλειονότητα που θεμελιώνει δικαίωμα συνταξιοδότησης έως τον Δεκέμβριο του 2021 με χρήση πλασματικών ετών θα μείνει επί ξύλου κρεμάμενη έχοντας απολέσει το κατοχυρωμένο δικαίωμα συνταξιοδότησης.
Ανταποδοτική, επικουρική
Ιδιαίτερη μνεία γίνεται στην ανάγκη να καταστεί η ανταποδοτική σύνταξη πιο αναλογική και περισσότερο ανταποδοτική, παρότι αυτό έγινε ήδη με τον πρόσφατο ν. 4670/2020 (νόμος Βρούτση).
Η περαιτέρω αύξηση της ανταποδοτικής σύνταξης προφανώς θα είναι θετικό γεγονός, αρκεί να μη συσχετιστεί με μείωση της εθνικής σύνταξης ή με αύξηση ορίων ηλικίας.
Στο ζήτημα της επικουρικής σύνταξης ανακυκλώνονται οι γνωστές απόψεις περί μετάβασης σε ένα αμιγώς κεφαλαιοποιητικό σύστημα με συμμετοχή ιδιωτών.
Η έκθεση αναγνωρίζει πως «η ενίσχυση των κεφαλαιοποιητικών πυλώνων δημιουργεί ένα χρηματοδοτικό κενό, καθώς μέρος των εισφορών των εργαζομένων θα κατευθύνεται προς τις μελλοντικές συντάξεις τους και όχι προς την κάλυψη των συντάξεων των σημερινών συνταξιούχων».
Εύκολη λύση
Όμως, πάλι, εύκολα βρίσκεται και η λύση. Όπως αναφέρεται, «η θετική αναπτυξιακή δυναμική που θα δημιουργήσει η μείωση του μη μισθολογικού κόστους εργασίας και η συσσώρευση αποταμιεύσεων στον κεφαλαιοποιητικό πυλώνα θα μειώσουν το χρηματοδοτικό κενό».
Δηλαδή οι συντάκτες της έκθεσης εκτιμούν πως η μείωση των εισφορών των μισθωτών θα οδηγήσει σε γρήγορη και μεγάλη αύξηση αποταμιεύσεων, που οι μισθωτοί, μη έχοντας πού να τις δαπανήσουν, θα σπεύδουν να την καταθέσουν στην επικουρική τους ασφάλιση.
Ακόμα και στο απίθανο σενάριο που ο κόσμος έχει τόσες αποταμιεύσεις που θα σπεύδει να τις καταθέσει στο επικουρικό του ταμείο, πως θα καλύπτονται οι τρέχουσες συντάξεις των δημόσιων επικουρικών ταμείων , αφού οι αποταμιευτές θα έχουν απευθυνθεί σε ιδιωτικά επικουρικά Ταμεία;
Η κεντρική εικόνα από την έκθεση Πισσαρίδη είναι η αποχώρηση του κράτους από τις προστατευτικές υποχρεώσεις προς τους πολίτες, η συρρίκνωση του χώρου της κοινωνικής ασφάλισης και η δημιουργία ευκαιριών για ιδιωτική ασφάλιση, η υποτίμηση του κόστους της εργασίας και η μείωση των κοινωνικών δαπανών.
*Ο Κωνσταντίνος Τσουκαλάς είναι δικηγόρος.
Προτάσεις για κατώτατο και ιδιωτικό χρέος
Για τον κατώτατο μισθό η έκθεση προτείνει να αποφασίζεται από συμβούλιο εμπειρογνωμόνων με τριετή θητεία, χωρίς να συνδέεται αναγκαστικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης και ούτε κατά διάνοια να διαμορφώνεται από τους κοινωνικούς εταίρους.
Επίσης, προτείνει την απεξάρτηση των επιδομάτων από τον κατώτατο μισθό, δηλαδή να μην εξαρτάται από την αύξηση του κατώτατου μισθού η αύξηση των επιδομάτων.
Επίσης, προτείνει τη συγχώνευση όλων των επιδομάτων πλην αναπηρίας, σε ένα επίδομα με προφανώς λιγότερους δικαιούχους.
Σχετικά με τη διαχείριση του ιδιωτικού χρέους προτάσσει την ανάγκη δραστικής μείωσης «κόκκινων» δανείων μέσα από δημιουργία bad bank ή από διαχωρισμό των «κόκκινων» δανείων σε ξεχωριστό χαρτοφυλάκιο ανά τράπεζα.
Επίσης, τονίζεται στο κείμενο η σημασία της πιστής εφαρμογής του νέου Πτωχευτικού Κώδικα για τα φυσικά πρόσωπα, δηλαδή η ρευστοποίηση των περιουσιών.