Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα θα πρέπει να απαιτηθεί, ως ένα βήμα να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, η ρητή και δημόσια συμφωνία με το άνοιγμα σχολείων και Πανεπιστημίων της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων. Κι όχι αυτό να γίνει με διατάγματα μιας κυβέρνησης και μιας υπουργού πολλαπλά εκτεθειμένων και επικίνδυνα αναξιόπιστων
Με ιδιαίτερη ανησυχία οι πολίτες παρακολουθούν τα συνεχή πίσω μπρος και τις παλινωδίες της κυβέρνησης στην αντιμετώπιση του διαρκώς ογκούμενου τρίτου κύματος της πανδημίας, τόσο σε γενικό επίπεδο, όσο και στον ευαίσθητο χώρο της εκπαίδευσης.
Γράφει ο Τάκης Κατσαρός*
Η αίσθηση που παγιώνεται ότι η αντιμετώπιση πανδημίας έχει φύγει από τα χέρια του υπουργείου Υγείας και από την επιτροπή των ειδικών, και έχει καταστεί αντικείμενο πολιτικής – επικοινωνιακής διαχείρισης άλλων κέντρων, με άμεση σχέση με το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά και με επιχειρηματικά συμφέροντα, προκαλεί γενικευμένη ανασφάλεια και ερωτήματα για την σκοπιμότητα των εξαγγελλομένων μέτρων, πολύ περισσότερο όταν πολλά από αυτά αναιρούνται αμέσως μετά την αναγγελία τους
Είναι ατελείωτος ο κατάλογος των αλληλοδιαψευδόμενων υπουργών για το άνοιγμα ή μη τομέων της οικονομίας και οι λίστες των “έξυπνων” μέτρων που εγκαταλείπονται ως ατελέσφορα μια εβδομάδα μετά τη θέσπισή τους. Καθώς, βέβαια, και το γενικευμένο “επιτελικό αλαλούμ” που επικρατεί στην κυβέρνηση και ήδη έχει κοστίσει τη θέση ενός υπουργού ενημέρωσης.
Η εμπιστοσύνη είναι πια είδος εν ανεπάρκεια. Τα υψηλά αποθέματά της κατά το πρώτο κύμα τα εξανέμισε η κυβερνητική ανικανότητα, η αλαζονεία και η πολιτικάντικη αντιμετώπιση του δεύτερου και του τρίτου κύματος της πανδημίας. Καθώς και ο αυταρχισμός και η αστυνομική βία απέναντι στη νεολαία και οι σκιές διαφθοράς που ολοένα και πληθαίνουν στους χειρισμούς με τις απευθείας αναθέσεις.
Η κατάσταση γίνεται τραγική αν αναλογιστούμε τους συνανθρώπους μας που πεθαίνουν αβοήθητοι έξω από τις ΜΕΘ, το μακάβριο ρεκόρ σε αριθμό θανάτων τον Μάρτιο (σχεδόν το 20% επί του συνόλου από την αρχή της πανδημίας!) και την εγκληματική καθυστέρηση στους εμβολιασμούς παρά τις κυβερνητικές προβλέψεις και τους εκ των προτέρων πανηγυρισμούς για ένα πρόγραμμα εμβολιασμού που καρκινοβατεί και καθυστερεί με απαράδεκτο τρόπο.
Η ευρωπαϊκή αποτυχία στον τομέα αυτόν πλήττει ιδιαίτερα τις αμέριμνες και “ανέμελες” χώρες, με πρώτη την “δεδομένη” Ελλάδα, οι οποίες δεν έσπευσαν όπως ήδη κάνουν πολλές ευρωπαϊκές χώρες, με πρώτη την ίδια τη Γερμανία, να εξασφαλίσουν εναλλακτικές πηγές προμήθειας εμβολίων, τώρα, που αποδείχτηκε ότι η Commission διεξήγαγε καταστροφικές διαπραγματεύσεις και ενεπλάκη σε πόλεμο συμφερόντων μεταξύ των πολυεθνικών του φαρμάκου.
Σε αυτό το βαρύ κλίμα, η εκπαιδευτική κοινότητα ενημερώνεται από κυβερνητικούς παράγοντες για σχεδιασμούς που θα υλοποιηθούν την επόμενη εβδομάδα, με σκοπό το άνοιγμα των σχολείων στις 12 Απριλίου. Από τις ανακοινώσεις αυτές, λάμπουν διά της απουσίας τους οι εκπρόσωποι της Επιτροπής των Λοιμωξιολόγων. Αγνοούμε αν τα μέτρα που εξαγγέλλονται έχουν τη σύμφωνη γνώμη τους.
Γονείς, εκπαιδευτικοί, μαθητές είναι ανάστατοι. Πολλοί δικαιολογημένα αναρωτιούνται πώς θα ανοίξουν τα σχολεία τώρα που η κατάσταση είναι πολύ χειρότερη από τότε που έκλεισαν.
Ταυτόχρονα, οι οικογένειες βιώνουν τα αποτελέσματα του εγκλεισμού επί μήνες παιδιών και εφήβων, την αποκοπή τους από την εκπαιδευτική πράξη, την παταγώδη αποτυχία της τηλεκπαίδευσης, που επιβαρύνεται από το σκάνδαλο Cisco, τις ψυχοκοινωνικές συνέπειες στις ζωές των παιδιών, στοιχεία που πιέζουν για ένα άνοιγμα των σχολείων με υψηλά standards υγειονομικής ασφάλειας. Στα οποία, έχουν επανειλημμένα αναφερθεί οι εκπαιδευτικές Ομοσπονδίες, τα κινήματα των μαθητών, οι γονείς, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα, αντιμετωπίζοντας ένα τείχος στείρας άρνησης, “στενοκεφαλιάς”, πολιτικής και διαχειριστικής ανικανότητας από την πλευρά του υπουργείου Παιδείας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ και στα προηγούμενα ανοίγματα των σχολείων μετά τα lockdown, προειδοποιούσε ότι “δεν έχει νόημα τα σχολεία να ανοίξουν όπως έκλεισαν, γιατί, αυτό θα έχει ως βέβαιο αποτέλεσμα να ξανακλείσουν“.
Στο άνοιγμα, του Σεπτεμβρίου, για παράδειγμα, η κυβέρνηση νόμιζε ότι το πρόβλημα θα έλυναν οι μάσκες και τα “παγουρίνο”. Διέδιδε επίσης ότι τα σχολεία δεν είναι εστίες διάδοσης του ιού. Διαψεύστηκε!
Τώρα, βάζει όλα της τα λεφτά (συμβολικά και πραγματικά) στα self tests. Τα οποία από ένα “συμπληρωματικό μέσο” πρόγνωσης, όπως ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης τα χαρακτήρισε, εμφανίζονται ως πανάκεια για το άνοιγμα των σχολείων, με πρώτα τα Λύκεια.
Πολύ φοβόμαστε ότι ο βιαστικός και “επιτελικά” ανοργάνωτος τρόπος με τον οποίο εισάγεται και αυτή η οριακής χρησιμότητας δυνατότητα στη ζωή μας, μπορεί να καταλήξει σε ένα μεγαλειώδες “φιάσκο”.
Η χρήση των self tests εκτός ιατρικών δομών και η μεταβίβαση όλης της ευθύνης στα άτομα είναι από μόνη της προβληματική. Η υψηλή πιθανότητα, το αποτέλεσμα να είναι “ψευδώς αρνητικό” καθιστά σχετική τη χρησιμότητά τους.
Ειδικοί επιστήμονες, όπως οι βιοπαθολόγοι, προειδοποιούν για τα πολλαπλά προβλήματα που ενέχει αυτή η επιλογή. Ενώ, είναι επικίνδυνη η νομοθετική επιβολή τους σε μια σειρά τομείς και μάλιστα με ποινές που στο χώρο της εκπαίδευσης φτάνουν μέχρι τον αποκλεισμό από την εκπαιδευτική πράξη!
Το υπουργείο Παιδείας και η κυβέρνηση για τρίτη φορά ανοίγουν τα σχολεία όπως τα έκλεισαν. Εξαντλούν την υπομονή της εκπαιδευτικής κοινότητας. Υποτιμούν τη νοημοσύνη της. Με επικοινωνιακά τερτίπια, φιλοτεχνούν όπως συνηθίζουν μια “ψευδώς θετική” εικόνα για να διαψευστούν στη συνέχεια με παταγώδη τρόπο.
Η λύση βρίσκεται στα μέτρα που εξαρχής υπέδειξαν οι ειδικοί, ο ΣΥΡΙΖΑ, τα άλλα κόμματα και οι εκπαιδευτικοί. Μάσκες, αποστάσεις στις αίθουσες, όχι πολυπληθή τμήματα, μαζικά δωρεάν τεστ, επιδημιολογική παρατήρηση των σχολείων, κατά προτεραιότητα εμβολιασμός των εκπαιδευτικών, μείωση και αναδιάρθρωση της ύλης, επιμονή στα μαθήματα για την κάλυψη της ύλης και όχι στις εξετάσεις, αξιόπιστο δημόσιο σύστημα εξ αποστάσεως εκπαίδευσης, προστασία των προσωπικών δεδομένων, εκδίωξη της Cisco, αναστολή των προαγωγικών εξετάσεων, κατάργηση της Τράπεζας Θεμάτων και του νόμου για τη μείωση του αριθμού των εισακτέων, άμεση διακοπή της ψευδεπίγραφης αξιολόγησης, διορισμοί σε μία φάση 15.000 εκπαιδευτικών, έξω η Αστυνομία από τα Πανεπιστήμια.
Σε αυτό το πλαίσιο τα self tests υπό αυστηρές προϋποθέσεις και ιατρική καθοδήγηση, θα μπορούσαν να είναι πράγματι ένα συμπληρωματικό μέτρο. Κι όχι ένας ακόμη “λαγός στο καπέλο” μιας κυβέρνησης μαθητευόμενων μάγων που παριστάνουν το επιτελικό κράτος.
Εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα θα πρέπει να απαιτηθεί, ως ένα βήμα να ανακτηθεί η εμπιστοσύνη, η ρητή και δημόσια συμφωνία με το άνοιγμα σχολείων και Πανεπιστημίων της Επιτροπής Λοιμωξιολόγων.
Κι όχι αυτό να γίνει με διατάγματα μιας κυβέρνησης και μιας υπουργού πολλαπλά εκτεθειμένων και επικίνδυνα αναξιόπιστων. Να ληφθούν, επιτέλους, όλα τα αναγκαία υγειονομικά μέτρα που έχουν υποδειχθεί από τους ειδικούς όλους αυτούς τους μήνες.
Οι προτάσεις αυτές υποβάλλονται, όπως πάντα αυτόν το δραματικό χρόνο, με υψηλό αίσθημα ευθύνης και έχοντας -δυστυχώς- επιβεβαιωθεί στις χειρότερες προβλέψεις μας. Όσο κι αν τις αρνείται η κυβέρνηση αυτές, έχουν γίνει κτήμα και πλαίσιο διεκδικήσεων από μαθητές, φοιτητές, γονείς και εκπαιδευτικούς για το ασφαλές άνοιγμα και τη λειτουργία των σχολείων.
Το σύνθημα “Με τις ζωές των παιδιών μας και των εκπαιδευτικών δεν παίζουμε”, που ακούστηκε πολύ έντονα και σθεναρά στις κινητοποιήσεις μαθητών και εκπαιδευτικών το Φθινόπωρο, εξακολουθεί να είναι επίκαιρο και τώρα που μπήκαμε στην Άνοιξη και στον -όπως όλα δείχνουν- “σκληρό Απρίλη”.
*Συνεργάτης της Κ. Ο. του ΣΥΡΙΖΑ