Δεν ξέρω αν φταίνε τα τρία κατηχητικά που πήγαινα μικρή, η μάνα μου ή τα βιβλία. Αλλά ένα από τα πράγματα που θεωρώ εντελώς χυδαίο σε αυτή τη ζωή είναι ο ρητός αυτοθαυμασμός και το αυτολιβάνισμα.
Το να παρουσιάζεις και να πουλάς τον εαυτό σου ως πραμάτεια, σε μια φανταστική βιτρίνα, όπου είσαι ένα από τα διάφορα προς πώληση προϊόντα. Εξ ου και ποτέ δεν μπόρεσα να χωνέψω πώς γίνεται κάποιοι να μιλούν στα σοβαρά για τον εαυτό τους, χρησιμοποιώντας τον όρο “άριστος”.
Στο δικό μου μυαλό, το να λες ότι είσαι άριστος αναιρούσε την όποια αριστεία σου εξ ορισμού.
Ήταν η ίδια ακριβώς αίσθηση που είχα όταν πήγαινα σε ιδιωτικά σχολεία και έβλεπα σε γιγαντοοθόνες και μπροσούρες την αγωνία τους να σε πείσουν πως είναι όντως οι καλύτεροι, οι άριστοι των αρίστων – και μέσα στις μπροσούρες, κάθε εκδήλωση των μαθητών, κάθε ωραία δραστηριότητα συναδέλφων γινόταν ένα κραυγαλέο “αγόρασέ με”.
Το Υπουργείο, πιστό στις δεσμεύσεις του, κάθε είδους, επαναφέρει την αξιολόγηση σχολικών μονάδων και εκπαιδευτικών.
Έχουμε ξαναζήσει αυτήν την προσπάθεια. Όσοι ήμασταν στα σχολεία εκείνη την περίοδο θυμόμαστε την προσχηματική αυτοαξιολόγηση σχολικής μονάδας-που καθίσταται προσχηματική ακριβώς επειδή θα δημοσιευτεί (στην ιστοσελίδα του σχολείου, και στο ΙΕΠ, όπως ζητάει το Υπουργείο).
Δεν μπορείς να “αυτοαξιολογηθείς” ειλικρινά, όταν ταυτόχρονα πρέπει να δημοσιεύσεις το αποτέλεσμα της αυτοαξιολόγησής σου.
Αυτό που σου υποβάλλουν να κάνεις είναι να μπεις σε μια λογική ιδιωτικού σχολείου και να αρχίσεις να “πουλάς” το εκπαιδευτικό σου έργο σε τρίτους.
Το γιατί, μένει να απαντηθεί. Πάντως όχι για να βελτιωθείς, όντως. Δεν γίνεται έτσι η όποια αυτοβελτίωση.
Σεμινάρια και Βεβαιώσεις
Θυμόμαστε επίσης και τον οργασμό απόκτησης βεβαιώσεων πάσης φύσεως που κατέλαβε τους πάντες. Μέχρι τότε πήγαινες στα σεμινάρια πχ των συμβούλων για να μάθεις.
Από τη στιγμή που ήχησε το καμπανάκι της αξιολόγησης, οι βεβαιώσεις έγιναν σχεδόν αυτοσκοπός -άμα τε και δόλωμα. Το “θα μοιραστούν βεβαιώσεις” έγινε το sine qua non κάθε ημερίδας.
Τα διάφορα προγράμματα που έτρεχαν οι συνάδελφοι με προσωπικό χρόνο και κόπο, επειδή ήθελαν να προσφέρουν μια διαφορετική εμπειρία στα παιδιά αλλά και στον εαυτό τους, έγιναν επίσης μέσο προσωπικής ανάδειξης, σε μια διαδικασία που συντελέστηκε σχεδόν αυτόματα και σχεδόν ερήμην τους.
Το κλίμα σε πολλά σχολεία δηλητηριάστηκε -και ο ανταγωνισμός έκανε την εμφάνισή του εκεί που υπήρχε από ανοχή έως συναδελφική συντροφικότητα. Και όλα αυτά πριν καν αρχίσει η ατομική αξιολόγηση κανονικά.
Η βαθμοθηρία στα σχολεία
Φωνάζουμε πως έχουμε μετατρέψει τα παιδιά μας σε βαθμοθήρες, που έχουν προ πολλού χάσει τον στόχο και την ουσία της μάθησης.
Τα παιδιά θεωρούν πολύ λογικό να αντιγράψουν στο διαγώνισμα, για να πάρουν έναν καλύτερο βαθμό. Και αυτό συνοψίζει το επίπεδο και την ποιότητα της παιδείας που τους παρέχουμε.
Τώρα, θεσμικά, ζητάμε να γίνει το ίδιο σε επίπεδο σχολικής μονάδας – και μετά στο ατομικό επίπεδο, του κάθε εκπαιδευτικού, που πρέπει να ξαναρχίσει να μαζεύει βεβαιωσούλες και σεμιναριάκια, ενώ ταυτόχρονα πρέπει να πείσει για το πόσο άριστος εκπαιδευτικός είναι.
Αντί να ωθείται να αναγνωρίσει πως πάντα μπορεί και πρέπει να γίνει καλύτερος -και να εξασφαλιστεί ότι κάποιος θα του δείξει/δείχνει το πώς.
Και αυτός ο κάποιος, όπως έδειξε η εμπειρία της αλληλοδιδακτικής των εκπαιδευτικών στην οποία στηρίχτηκε όλη η τηλεκπαίδευση, μπορεί κάλλιστα να είναι ο απλός συνάδελφος. Αρκεί να δοθεί το πλαίσιο για να γίνει αυτό.
Όταν αντίθετα οι συνάδελφοι μπαίνουν σε διαδικασία ανταγωνισμού, οι πιθανότητες να συμβεί αυτό, μειώνονται αντί να αυξάνονται.
Και πραγματικά αναρωτιέμαι πώς ακριβώς θα είχε εξελιχθεί και η υπόθεση της τηλεκπαίδευσης, αν δηλαδή θα είχε υπάρξει τόση αλληλεγγύη και τόσο μοίρασμα υλικού, στην περίπτωση που είχε ήδη αρχίσει η ατομική αξιολόγηση.
Η αυτο-αξιολόγηση του Υπουργείου
Το Υπουργείο, όπως ακριβώς έκανε στην τηλεκπαίδευση, έχει ξεχάσει εντελώς την υποχρέωσή του να παρέχει επιμόρφωση, ανατροφοδότηση και στήριξη κάθε είδους στους διδάσκοντες και στα σχολεία.
Σε αντίθεση με τους εκπαιδευτικούς, που τουλάχιστον πρώτα διδάσκουν, πριν αξιολογήσουν, και που πρέπει να αποδείξουν στους μαθητές τους πως ξέρουν τι διδάσκουν, πριν βαθμολογήσουν το κατά πόσο αυτοί το έμαθαν, δεν θεωρεί πως έχει είτε να “διδάξει”, είτε να “αποδείξει” τίποτα.
Δεν μπαίνει στον κόπο να αυτοαξιολογηθεί, να αξιολογήσει αναλυτικά προγράμματα, βιβλία, πρακτικές και αποφάσεις. Δεν ενδιαφέρεται επί της ουσίας για καμία βελτίωση, είτε των σχολικών μονάδων, είτε της εκπαιδευτικής πρακτικής.
Και μόνο το ότι όλο αυτό ξεκινάει τη χρονιά της τηλεκπαίδευσης, για την οποία η υφυπουργός τόλμησε να πει ότι είναι ισάξια της διά ζώσης, αφήνοντάς μας όλους άφωνους (στην καλύτερη περίπτωση), δείχνει πόσο δεν έχουν αίσθηση των βασικών όρων που χρειάζεται μια σχολική μονάδα για να είναι αυτό ακριβώς κι όχι ακροβολισμένες ραδιοφωνικές εκπομπές.
Δεν έχουν αίσθηση δηλαδή της διαφοράς του παιδευτικού έργου, από αυτό που αναγκαστικά γίνεται τώρα -και που καμία σχέση δεν έχει με αυτό που θα έπρεπε να γίνεται.
Το μόνο που ενδιαφέρει είναι να φτιαχτεί η βιτρίνα -και κάθε σχολείο να πουλήσει όσο μπορεί καλύτερα το προϊόν του.
Και προφανώς από Σεπτέμβρη, να κάνουν το ίδιο και οι εκπαιδευτικοί. Μια αγοραία λογική, απολύτως ταιριαστή σε αυτούς που έχουν αναγάγει την αγορά, και δη την αεριτζίδικη, σε ύψιστη αξία.
Μ.Π.