Μια φρικαλέα ιστορία με την άγρια δολοφονία ενός 23χρονου Αλβανού, από έναν συντοπίτη του ο οποίος του «πήρε τη ζωή» σπάζοντας του το κρανίο, τον έδεσε χειροπόδαρα, τον πέταξε σε στάβλο στα Γιάννενα όπου εργαζόταν ως επιστάτης και για τέσσερα χρόνια κοιμόταν δίπλα στα κόκαλά του, αναβιώνει στις δικαστικές αίθουσες.
Κατηγορούμενος και θύμα, φέρεται, όπως εκτιμούν οι αρχές, να είχαν διαφορές με φόντο εισαγωγή ναρκωτικών από τη γειτονική χώρα, με το έγκλημα να αποκαλύπτεται τέσσερα χρόνια μετά και τον φερόμενο δολοφόνο να αρνείται μέχρι και σήμερα οποιαδήποτε εμπλοκή στην σκοτεινή αυτή υπόθεση.
Μάλιστα, ενώ στην αρχή ο 44χρονος κατέθεσε ως μάρτυρας, στη συνέχεια μετατράπηκε σε κατηγορούμενος, την είχε «κοπανήσει» στην Αλβανία, συνελήφθη πριν από 11 μήνες και προφυλακίστηκε στο σωφρονιστικό κατάστημα της Λάρισας.
Τη Δευτέρα ξεκινά η δίκη και ο 44χρονος Αλβανός συνοδευόμενος από τον συνήγορο του, Αλέξανδρο Παπαϊωαννίδη, θα καθίσει στο εδώλιο προκειμένου να λογοδοτήσει για την αποτρόπαια αυτή πράξη για την οποία έχει προφυλακιστεί.
Το newsit.gr, μέσα από τη δικογραφία της υπόθεσης και τις καταθέσεις ξεδιπλώνει το χρονικό της φρίκης εκείνο το παγωμένο βράδυ, παραμονής Χριστουγέννων του 2007 στα Γιάννενα όπου ο 23χρονος Αλβανός, σύμφωνα με τις αρχές, βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τα χέρια του 44χρονου σήμερα ομοεθνούς του.
Ένα αποτρόπαιο έγκλημα που αποκαλύφθηκε, τέσσερα χρόνια αργότερα στις στις 5 Μαΐου 2011 και ακόμα πνίγεται στο μυστήριο…
Η εξαφάνιση – θρίλερ: Για 4 χρονιά τον αναζητούσαν σε τηλεοπτικές εκπομπές
Το χρονικό της φρίκης που ξεκίνησε με την εξαφάνιση του νεαρού Αλβανού περιγράφει λεπτομερώς στην κατάθεσή του ο αδερφός του:«Όλα ξεκίνησαν το Νοέμβριο του 2007 όταν ο αδερφός μου Εμιλιάνο μας ανακοίνωσε ότι θέλει να ξεκινήσει για την Ελλάδα ως λαθρομετανάστης από κει που μέναμε στο Ερσάκε για να έρθει στην Ελλάδα. Ο Εμιλιάνο όμως μας είχε πει ότι για να περάσουν στην Ελλάδα θα πρέπει να πάρουν και τρεις τσάντες μεγάλες με χασίς. Την τσάντα του την είχαν δώσει δύο αδέρφια. Τις τσάντες θα τις έφερνε με άλλα δύο παιδιά από ένα χωριό διπλανό. Ξεκίνησαν αλλά στα μέσα της διαδρομής στον Γράμμο είχε μεγάλη κακοκαιρία κι ήταν χιονισμένα και πήρε τηλέφωνο τα παιδιά αυτά και αυτοί του είπαν ότι αφού έχει κακοκαιρία να αφήσει τα πράγματα εκεί και να γυρίσει πίσω. Μετά από δύο ημέρες γύρισε πάλι με άλλα δύο παιδιά που εμείς δεν ξέρουμε ποιοι ήταν και πήγε να πάρει τις τσάντες. Πήγε όμως και δεν ήταν εκεί δεν τις βρήκε.
Πήρε τηλέφωνο τα παιδιά, τα δύο αδέρφια και τους είπε ότι δεν βρήκε τις τσάντες και γύρισε πάλι στο σπίτι του. Με το που γύρισε στο σπίτι του, άρχισαν τα δύο αδέρφια να λένε ότι πούλησε το εμπόρευμα και τον απειλούσαν ότι θα τον σκοτώσουν και από φόβο πήγε στο Λεχοβίκι. Μετά απ’ αυτό μετά από ένα μήνα ήρθε στην Ελλάδα, στην Ηγουμενίτσα που δούλευε σε ένα στάβλο και μετά ήρθε στα Γιάννενα. Σε αυτό το διάστημα τον έπιαναν και ξαναρχόταν ώσπου στις 19 Δεκεμβρίου 2007 έφυγε από το Λεχοβίκι. Εμείς τότε μιλάγαμε με τον Εμιλιάνο στο κινητό του τηλέφωνο. Στις 19 Δεκεμβρίου 2007 είχε φύγει από το χωριό. Μας είπε ότι έφτασε στο σπίτι στα Σαράντα Σκαλιά και ότι μένει με κάποιους Αλβανούς.
Στις 21 Δεκεμβρίου 2008 πήγε και δούλεψε στην οικοδομή και γύρισε σπίτι στις 22 Δεκεμβρίου και 23 Δεκεμβρίου 2007 όλα τα παιδιά ήταν σε ένα μαγαζί στα Σαράντα Σκαλιά και πίνανε όπως μας είπαν. Οι άλλοι μετά κατέβηκαν στην πλατεία Πάργης. Στο δρόμο βρήκα ένα νυχτερινό μαγαζί και δύο Αλβανοί έφυγαν ενώ ο ένας έδωσε στον κατηγορούμενο 100 ευρώ για να καθίσει με τον Εμιλιάνο. Τον κατηγορούμενο, ο Εμιλιάνο τον είχε γνωρίσει σε ένα μαγαζί μέσω ενός Αλβανού. Απ’ ό,τι μου είπε ο κατηγορούμενος ήπιανε από ένα ουίσκι και μετά στις 12 τη νύχτα βγήκαν έξω και του έδωσε 20 ευρώ να πάρει ταξί. Εμένα μου έκανε εντύπωση γιατί ο κατηγορούμενος έμενε πολύ κοντά με τον Εμιλιάνο, αυτός πήγε με ταξί και ο αδερφός μου και ένας άλλος με τα πόδια. Εγώ εκείνη τη μέρα είχα μιλήσει γύρω στις 16:30 με τον αδερφό μου. Στις 24 Δεκεμβρίου 2007 με πήρε ένας Αλβανός που έμεναν μαζί και ρώτησε την αδερφή μου αν έπιασε η αστυνομία τον Εμιλιάνο, γιατί στο σπίτι δεν είχε γυρίσει. Στις 25 Δεκεμβρίου 2007 τον έπαιρνα συνεχώς τηλέφωνο αλλά ήταν κλειστό.
Στις 24 Δεκεμβρίου 2007 ένας Αλβανός μου είπε ότι ο κατηγορούμενος επίσης δε γνώριζε που είναι ο αδερφός μου. Επειδή είχα αγωνία και δεν απαντούσε στο τηλέφωνο αδερφός μου, στις 2 και 3 Ιανουαρίου 2008 ήρθα να δηλώσω την εξαφάνιση του και εδώ μου είπαν να μην την δηλώσω γιατί ήταν ενήλικος και μου είπαν ότι είχε πάει κάπου αλλού αλλά εγώ τους έλεγα οτι αν είχε πάει κάπου αλλού θα μας είχε πάρει τηλέφωνο. Στα τέλη Ιανουαρίου με αρχές Φεβρουαρίου ο θείος μου είχε βγάλει την εξαφάνιση του Εμιλιάνο δυο φορές στην Αγγελική Νικολούλη.
Μετά ήρθα πάλι στις 31 Μαρτίου 2008 και δήλωσα τότε την εξαφάνιση. Όλο αυτό τον καιρό έκανα έρευνα από μόνος μου για να δω τι άτομο είναι ο κατηγορούμενος και όταν μου είπαν ότι ο κατηγορούμενος ήρθε στην Ελλάδα ήρθα και εγώ από την Ιταλία, τον παρακολουθούσα και μετά έδωσα τα στοιχεία του στην Αστυνομία. Τους είπα ότι ο κατηγορούμενος κοιμόταν στο στάβλο που βρέθηκε ο αδερφός μου που τώρα είναι νεκρός. Όλες οι υποψίες είναι στον κατηγορούμενο και ότι έφυγε την επόμενη μέρα μου έκανε εντύπωση. Απ’ ό,τι έμαθα, στην αστυνομία αρνιόταν τα πάντα. Εγώ τον βρήκα τον κατηγορούμενο και του είπα «πες μου που είναι να τον βρω, που τον σκότωσες να του κάνω την κηδεία» και αυτός μου είπε «να πας να τον βρεις σε αυτούς που χρωστάει χρήματα». Εγώ του είπα ότι εσύ ξέρεις ότι χρωστάει λεφτά και ο κατηγορούμενος μου είπε ότι το ξέρω, το άκουσα στην Αλβανία. Εγώ από τότε δεν τον ξαναείδα ούτε τον ξανάκουσα. Μόνο έναν Αλβανό τον έπιασαν με ναρκωτικά αλλά δεν ξέρω αν είναι στο κύκλωμα. Όλοι αυτοί που έμεναν τον αδερφό μου στο σπίτι, πλην ενός Αλβανού, μένουν στο χωριό».
«Ο Μήτσος, έπινε και τρελαινόταν»
Η κατάθεση του εξαδέρφου του ιδιοκτήτη του στάβλου όπου βρέθηκε ο σκελετός του Αλβανού είναι αποκαλυπτική, τόσο για το πως βρέθηκε ο σκελετός όσο και για το χαρακτήρα του Αλβανού κατηγορουμένου τον οποίο τον γνώριζαν με το όνομα «Μήτσος». Ο συγκεκριμένος μάρτυρας μάλιστα έδωσε δύο καταθέσεις στη μία εκ των οποίων αναφέρει χαρακτηριστικά ότι: «ο Μήτσος ήταν πολύ νευρικός και θύμωνε εύκολα και με το παραμικρό για ασήμαντο λόγο. Δεν ξέρω τι μπορεί να ‘χει γίνει εκεί στο στάβλο» είπε, ενώ σε μια δεύτερη επεσήμανε πως: «Από το 1971 ο πατέρας μου μένει στο στάβλο στη θέση Άμμος Μαρμάρων του Δήμου Ιωαννίνων.
Ο στάβλος του πατέρα μου είναι κολλητά με τους στάβλους του ξαδέρφου μου. Πριν από λίγο καιρό βρέθηκε ακριβώς δίπλα το στάβλο του ξαδέρφου μου ένας ανθρώπινος σκελετός. Τον σκελετό τον βρήκε στο σημείο ένας εργάτης που είχε βάλει ο ξάδερφός μου για να καθαρίσει. Στο στάβλο του ξαδέρφου μου είχε πέσει η σκέπη γύρω στο 2003 ή το 2004 και από τότε ο στάβλος δε χρησιμοποιούνταν. Στο στάβλο από το 1999 έχει φέρει ο ξάδερφός μου έναν Αλβανό ο όποιος τον βοηθούσε στις δουλειές του στάβλου. Το όνομα του είναι «Μήτσος».
Ο ξάδερφός μου τον κράτησε στη δουλειά για τρία με τέσσερα χρόνια. Έπειτα αφού έπεσε η στέγη του στάβλου του ξαδέρφου μου, ο «Μήτσος» έμενε σε ένα δωμάτιο με άθλιες συνθήκες που είχε ο στάβλος του εξαδέρφου μου. Όταν χρειαζόμασταν κι εμείς καμιά δουλειά τον παίρναμε για δουλειά και εγώ και ο πατέρας μου στον στάβλο. Μέχρι να πέσει στέγη ο «Μήτσος» έμενε συνεχώς εκεί στο στάβλο και από τότε που έπεσε η στέγη πάλι τον περισσότερο καιρό έμενε εκεί αλλά όταν πιανόταν με λεφτά από δουλειές πήγαινε για να κοιμηθεί σε κανένα σπίτι κανενός εξάδερφό του. Ξέρω ότι είχε μείνει και σε άλλα σπίτια.
Όταν ξέμεινε από χρήματα ο «Μήτσος» ερχόταν και έμενε παλιά εκεί στο στάβλο. Εμείς τον βλέπαμε που ερχόταν εκεί χωρίς την άδεια του ξαδέρφου μου αλλά τον λυπόμασταν και τον αφήναμε να μείνει εκεί. Έως και το χειμώνα του 2011, δηλαδή γύρω στο Φεβρουάριο του 2011, ο «Μήτσος» ήταν ακόμα εκεί και έμενε στο στάβλο του ξάδερφόυ μου. Το θυμάμαι γιατί έβαζα τα αρνιά τότε κι αυτός ήταν ακόμα εκεί. Ο «Μήτσος» όλα αυτά τα χρόνια που έμενε εκεί στο στάβλο, δεν είχε φέρει να μείνει άλλο άτομο. Θέλω να τονίσω ότι ο «Μήτσος» έπινε και τρελαινόταν και δεν ήξερε τι έκανε. Εμείς τον είχαμε σαν παιδί μας αφού τον παίρναμε και έτρωγε στο σπίτι μας. Δεν μπορώ να ξέρω τι έχει γίνει εκεί στο στάβλο».
Αρνείται τα πάντα
Αρχικά ο κατηγορούμενος Σαιτ, ή «Μήτσος» κλήθηκε ως μάρτυρας στην υπόθεση, όμως στη συνέχεια βάσει των στοιχείων της Αστυνομίας, μετατράπηκε σε κατηγορούμενος. Ο 44χρονος σήμερα αλλοδαπός, την είχε …κοπανήσει στην Αλβανία, όμως οι αρχές κατάφεραν πριν από 11 μήνες να τον συλλάβουν και να τον οδηγήσουν στην φυλακή προκειμένου να δικαστεί για το έγκλημα που σύμφωνα με τις αρχές έχει διαπράξει. Από την αρχή ήταν αρνητικός και η κατάθεση του κινείται στη λογική του «δεν ξέρω, δεν είδα, δεν άκουσα τίποτα. Δεν ξέρω τι μου λέτε». Ειδικότερα ανέφερε πως: «Ζω και εργάζομαι στην Ελλάδα περίπου 14 χρόνια. Έχω έρθει από το 1998. Από τότε που ήρθα δούλευα σε έναν έμπορο με στάβλους αυτός με είχε βρει όταν ερχόμουν από την Αλβανία με τα πόδια. Εκεί ασχολιόμουν με τα πρόβατα κι εμένα σε μία παράγκα. Όσο εμένα, πηγαινοερχόμουν και μέσα στην Αλβανία που είχα την αρραβωνιαστικιά μου. Τώρα είμαι παντρεμένος και έχω ένα παιδί στην Αλβανία. Έχω φύγει από τους στάβλους και μένω αλλού. Μένω σε έναν κύριο όπου τον βοηθάω μα τον κατάκοιτο τον πατέρα του.
Οι στάβλοι που δούλευα, χάλασαν όταν έριξε το πολύ το χιόνι το 2005. Τον Εμιλιάνο, τον είχα γνωρίσει το 2007 σε μια καφετέρια. Εκεί ήταν κι άλλοι φίλοι μου. Από τότε βγήκαμε για 2-3 φορές μέχρι την τελευταία φορά που τον είδα τον Δεκέμβριο του 2007 πρέπει να ήταν όταν είχαμε πάει σε μια πλατεία με άλλα τρία άτομα. Τον Εμιλιάνο έχω να τον δω από τότε μαζί με έναν άλλον τον οποίο έμαθα ότι μάλλον τον έπιασαν για ναρκωτικά». Στην ερώτηση των αστυνομικών αν το θύμα είχε έρθει ποτέ στο στάβλο απάντησε: «όχι ποτέ» ενώ όταν ερωτήθη αν γνώριζε για την εξαφάνιση του, ανέφερε πως « Ναι το γνωρίζω. Δεκαπέντε μέρες μετά με βρήκε ο αδερφός του, ήρθε μέσα στην Αλβανία και με βρήκε. Του είπα τι έγινε ότι ήμασταν σε μια πλατεία μαζί και μετά ότι έφυγε με ταξί για το σπίτι. Μέσα στην Αλβανία ήρθε και η αλβανική αστυνομία και με βρήκε τους είπα τι έγινε κι έφυγα. Μετά τον Απρίλιο – Μάιο που γύρισα πήγα πάλι στις καλύβες, ήρθε και με βρήκε η ελληνική αστυνομία.
Ήταν το 2008. Και σε αυτό είπα τα ίδια, ότι ήμασταν δηλαδή σε μια πλατεία και μετά τον άφησα να πάρει ταξί και εγώ έφυγα. Από τότε δεν ξαναενόχλησε κανένας, ούτε ο αδερφός του Εμιλιάνο ούτε η Αστυνομία». Οι αστυνομικοί επέμεναν στις ερωτήσεις για το σκελετό όποιος βρέθηκε λίγα μόλις μέτρα από το σημείο που Αλβανός κοιμόταν, στις 6 Μαΐου του 2011. Και σε αυτή την περίπτωση ο κατηγορούμενος δήλωσε πλήρη άγνοια: « Δεν είχα καταλάβει τίποτα, ούτε μου είχε μυρίσει κάτι για να πάω να δω προς τα εκεί. Δε γνωρίζω τι μπορεί να έχει γίνει. Σας ξαναλέω, ότι ποτέ δεν είχε έρθει στο στάβλο με εμένα κάποιος άλλος, ούτε οι φίλοι μου έρχονταν εκεί οπότε ούτε και ο Εμιλιάνο. Επειδή είμαι χρόνια στην Ελλάδα μιλάω και καταλαβαίνω τα ελληνικά πολύ καλά. Σας ξαναλέω ότι με το περιστατικό αυτό, δεν έχω καμία σχέση».
Η νομική άποψη
Τη Δευτέρα, ξεκινά η δίκη για την φρικτή αυτή υπόθεση με κατηγορούμενο τον Αλβανό όποιος θα μεταβεί στα δικαστήρια συνοδευόμενος από τον συνήγορο του κ. Αλέξανδρο Παπαϊωαννίδη, ο οποίος επισημαίνει πως: «Ο εντολέας μου δεν σχετίζεται με την αποδιδόμενη σε αυτόν ανθρωποκτονία. Τα στοιχεία της δικογραφίας είναι ελλιπή και σίγουρα όχι ικανά να στηρίξουν την κατηγορία. Η αθωότητα του θα αποδειχθεί περίτρανα στο ακροατήριο».