Στις εξετάσεις τύπου Pisa (η Pisa του ΟΟΣΑ, η Pisa της Πληροφορικής στα Γυμνάσια, η «Ελληνική PISA» σε Δημοτικά και Γυμνάσια, η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους.
Τα τελευταία χρόνια η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετεί τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν έμφαση αφενός στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους και αφετέρου στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων.
Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»– να αποτελεί τη βάση για . Παράλληλα είναι ο δρόμος μέσω του οποίου το ΥΠΑΙΘ επιχειρεί να νομιμοποιήσει στην κοινή γνώμη ότι για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός κι όχι η ταξικότητα του σχολείου, τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα και ο δημοσιονομικός κόφτης της καπιταλιστικής κρίσης.
Αυτού του τύπου οι εξετάσεις έχουν πολλούς στόχους: σήμερα, χρησιμεύουν συχνότερα είτε για να πιστοποιούν το επίπεδο των μαθητών, είτε για να επιτρέπουν τον έλεγχο των σχολικών μονάδων ή του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του.
Όπως εύστοχα επισημαίνει η εκπαιδευτικός Γιώτα Ιωαννίδου, η τυποποιημένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση πρέπει να μετρά την επίδοση των μαθητών σαν δείκτη της ποιότητας των εκροών των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, να είναι σύνδεσμος ανάμεσα σε αυτούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες (καθηγητές, σχολεία και μερικές φορές και εκπαιδευτικές αρχές) και στους διαχειριστές (συχνά σε εθνικό επίπεδο), αυτούς που ορίζουν δηλαδή τις υπηρεσίες. Επίσης, οφείλει να είναι εργαλείο που επηρεάζει τους φορείς υλοποίησης και δίνει πληροφορίες για τις επιδόσεις τους στους ανωτέρους τους, αλλά στα πλαίσια της μεγαλύτερης λογοδοσίας και στο ευρύ κοινό, δηλαδή στους ανθρώπους εκτός σχολείου, σε επιχειρήσεις και γονείς.
Mεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού
H συζήτηση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προσπαθεί να τα συνδέσει με το επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου, έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους. Παράλληλα αποκρύπτει, μέσα σ’ ένα σύννεφο επικοινωνιακής σκόνης για τις «δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας», τις πραγματικές αιτίες που μεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Αναφερόμαστε σ’ ένα ολοένα και αυξανόμενο τμήμα μαθητών μας που αδυνατούν να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να λογικοποιούν τις σκέψεις τους χωρίς χάσματα και αντιφάσεις, να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη, που σκοντάφτουν σε ερωτήσεις που απαιτούν κρίση. Το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό, καθώς στη γενίκευση του φαινομένου μπορούμε να μιλήσουμε για την εφιαλτική προοπτική μιας τεχνολογικώς υπεραναπτυγμένης και παράλληλα πειθαρχημένης κοινωνίας «κατακερματισμένων ανθρώπων»-υπηκόων, ένα είδος «προσοντούχων αγραμμάτων» και αργότερα «σοφών άσχετων» και ευκόλως χειραγωγήσιμων.
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
Στις εξετάσεις τύπου Pisa (η Pisa του ΟΟΣΑ, η Pisa της Πληροφορικής στα Γυμνάσια, η «Ελληνική PISA» σε Δημοτικά και Γυμνάσια, η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους.
Τα τελευταία χρόνια η τυποποιημένη αξιολόγηση έχει γίνει ένα βασικό εργαλείο της πολιτικής των εκπαιδευτικών αλλαγών στην Ευρώπη καθώς εξυπηρετεί τις κυρίαρχες πολιτικές που δίνουν έμφαση αφενός στην ποσοτική μέτρηση των μαθησιακών αποτελεσμάτων και την προτεραιότητα που δίνεται στους μαθησιακούς στόχους και αφετέρου στην ανάπτυξη μιας νέας κοινωνικής επίβλεψης των εκπαιδευτικών και των σχολείων από την διοίκηση της εκπαίδευσης με την ευρύτερη έννοια (τοπικές, αποκεντρωμένες αρχές περιοχών ανάλογα με τη χώρα) στο πλαίσιο των μεταρρυθμίσεων της αποκέντρωσης και της αυτονομίας των σχολείων.
Να το ξεκαθαρίσουμε ευθύς εξαρχής: Η τυποποιημένη αξιολόγηση των μαθητών προβάλλεται ως η αξιολόγηση που γίνεται με τρόπο ώστε να είναι «αμερόληπτη» και τα αποτελέσματά της να μπορούν να συγκριθούν μεταξύ τους. Έτσι νομιμοποιείται, η μέτρηση των μαθητικών επιδόσεων –τα περίφημα «μαθησιακά αποτελέσματα»– να αποτελεί τη βάση για . Παράλληλα είναι ο δρόμος μέσω του οποίου το ΥΠΑΙΘ επιχειρεί να νομιμοποιήσει στην κοινή γνώμη ότι για όλα φταίει ο εκπαιδευτικός κι όχι η ταξικότητα του σχολείου, τα αντιεκπαιδευτικά μέτρα και ο δημοσιονομικός κόφτης της καπιταλιστικής κρίσης.
Αυτού του τύπου οι εξετάσεις έχουν πολλούς στόχους: σήμερα, χρησιμεύουν συχνότερα είτε για να πιστοποιούν το επίπεδο των μαθητών, είτε για να επιτρέπουν τον έλεγχο των σχολικών μονάδων ή του εκπαιδευτικού συστήματος στο σύνολό του.
Όπως εύστοχα επισημαίνει η εκπαιδευτικός Γιώτα Ιωαννίδου, η τυποποιημένη αξιολόγηση στην εκπαίδευση πρέπει να μετρά την επίδοση των μαθητών σαν δείκτη της ποιότητας των εκροών των εκπαιδευτικών υπηρεσιών, να είναι σύνδεσμος ανάμεσα σε αυτούς που προσφέρουν τις υπηρεσίες (καθηγητές, σχολεία και μερικές φορές και εκπαιδευτικές αρχές) και στους διαχειριστές (συχνά σε εθνικό επίπεδο), αυτούς που ορίζουν δηλαδή τις υπηρεσίες. Επίσης, οφείλει να είναι εργαλείο που επηρεάζει τους φορείς υλοποίησης και δίνει πληροφορίες για τις επιδόσεις τους στους ανωτέρους τους, αλλά στα πλαίσια της μεγαλύτερης λογοδοσίας και στο ευρύ κοινό, δηλαδή στους ανθρώπους εκτός σχολείου, σε επιχειρήσεις και γονείς.
Mεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού
H συζήτηση για τα αποτελέσματα των εξετάσεων που προσπαθεί να τα συνδέσει με το επίπεδο του εκπαιδευτικού έργου, έχει στόχο τη θυματοποίηση των ζωντανών στοιχείων της εκπαίδευσης στην κοινή γνώμη, ώστε να παίρνονται ευκολότερα μέτρα σε βάρος τους. Παράλληλα αποκρύπτει, μέσα σ’ ένα σύννεφο επικοινωνιακής σκόνης για τις «δυνατότητες και τις ευκαιρίες των «υπερλεωφόρων» της πληροφορίας», τις πραγματικές αιτίες που μεταλλάσσουν το ελληνικό σχολείο σε μια «βιομηχανία» ενός ιδιόμορφου αναλφαβητισμού.
Αναφερόμαστε σ’ ένα ολοένα και αυξανόμενο τμήμα μαθητών μας που αδυνατούν να αρθρώνουν συνεχή λόγο, να ελέγχουν και να λογικοποιούν τις σκέψεις τους χωρίς χάσματα και αντιφάσεις, να κάνουν λογικές αφαιρέσεις ή να κατανοούν γραπτά κείμενα εκτός από τα υποτυπώδη, που σκοντάφτουν σε ερωτήσεις που απαιτούν κρίση. Το ζήτημα είναι πάρα πολύ σοβαρό, καθώς στη γενίκευση του φαινομένου μπορούμε να μιλήσουμε για την εφιαλτική προοπτική μιας τεχνολογικώς υπεραναπτυγμένης και παράλληλα πειθαρχημένης κοινωνίας «κατακερματισμένων ανθρώπων»-υπηκόων, ένα είδος «προσοντούχων αγραμμάτων» και αργότερα «σοφών άσχετων» και ευκόλως χειραγωγήσιμων.
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες