Το 99% ψάχνει την λέξη επανειλημμένως πριν την γράψει
Υπάρχουν ελαφρυντικά; Προφανώς, προφανέσταστα: κι αυτό δεν το λέμε επειδή αίφνης ξύπνησε μέσα μας ο εθνικισμός (μακριά απο μας και όχι-και-τόσο-αγαπημένοι…), αλλά γιατί είναι η στείρα αλήθεια.
Δεν είναι τυχαίο πως τα είναι πάρα πολύ δύσκολα να τα μάθει κανείς, αν δεν έχει γεννηθεί ή δεν έχει μεγαλώσει, έστω, στη χώρα μας.
Κι αν με τον προφορικό λόγο το πράγμα ίσως- λέμε ίσως- μετά από κάποια χρόνια και την συνεχή τριβή βελτιώνεται, δεν ισχύει το ίδιο και με τον γραπτό. Εκεί πρέπει να παραδεχτούμε ότι γίνεται της γραμματικής μουρλής το πανηγύρι, μια και δεν είναι λίγες οι φορές που οι βασικοί κανόνες πηγαίνουν περίπατο μπερδεύοντας τους πάντες.
Ακόμα κι αν τηρούνται στο έπακρο, ωστόσο, το να γράψεις σωστά ελληνικά δεν είναι καθόλου, μα καθόλου, μα καθόλου (θα προσθέταμε κι άλλα «καθόλου, όμως κάτι μας λέει ότι το πιάσατε το νόημα) εύκολο.
Δεν είναι τυχαίο πως στα πλείστα όσα κουίζ ορθογραφίας του menshouse τα στατιστικά λένε πως μόλις το 10% απαντάει σωστά σε όλες τις ερωτήσεις, περνώντας το τεστ… Μπαμπινιώτη.
Στο προκείμενο, όμως: υπάρχει μία λέξη την οποία ακόμα και φιλόλογοι την γράφουν λάθος ή, έστω, την πετυχαίνουν με την δεύτερη προσπάθεια. Μια λέξη που έχει κάνει χρυσή την Google, καθώς ένα τεράστιο ποσοστό την ψάχνει εκεί προκειμένου να βεβαιωθεί πώς στο καλό γράφεται.
Μήπως το πρώτο «ι» είναι ήττα; Ή έψιλον γιώτα ρε συ; Και τώρα που το ξανασκεφτόμαστε, μπας και έχει και δύο λάμδα και δύο μι; Κι εκεί στη μέση, λες να υπάρχει και κάνα γιώτα;
Σας μπερδέψαμε; Δε φταίμε εμείς παιδιά, το επανειλημμένως φταίει!
Ναι, εντάξει: υπάρχει το «συχνά», το ψαγμένο- μα εύκολο ορθογραφικά- «συχνάκις», το «πολλάκις», το «ξανά και ξανά»-λύσεις, εν ολίγοις, μπορεί να βρει κανείς,
Ωστόσο, το επανειλημμένως έχει, όπως και να το κάνουμε, άλλη χάρη. Δύσκολο να το γράψεις μεν, υπέροχη αίσθηση όταν το πετυχαίνεις επιτέλους δε.
Γι’ αυτό, έχουμε και λέμε: έψιλον-έψιλον γιώτα- ένα λάμδα, ήττα, δύο μι και ωμέγα.
Το έχουμε; Το έχουμε πλέον, ναι.
Google, πονάς;
Πηγή: