Το σχολικό βιβλίο, όπως και το σχολείο, δεν είναι υπόθεση μόνο παιδαγωγικής και διδακτικής, αλλά είναι και πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό διακύβευμα ύψιστης προτεραιότητας. Γράφει ο Γιώργος Μαυρογιώργος
Το σχολικό βιβλίο έχει υπάρξει αντικείμενο πολλαπλών θλιβερών πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης. Το γεγονός αυτό υποδηλώνει ότι το σχολικό βιβλίο, όπως και το σχολείο, δεν είναι υπόθεση μόνο παιδαγωγικής και διδακτικής, αλλά είναι και πολιτικοϊδεολογικό και κοινωνικό διακύβευμα ύψιστης προτεραιότητας.
Το σχολικό βιβλίο είναι εργαλείο πολλαπλών χρήσεων, κι ας το γράφουν συγγραφικές ομάδες «ειδικών» ή κι ας είναι υπόθεση των εκπαιδευτικών ως διαμεσολαβητών στη διαδικασία της παιδαγωγικής και της διδακτικής πράξης. Συναφές είναι και το θέμα της διαμόρφωσης των σχολικών προγραμμάτων, με βάση τις προδιαγραφές των οποίων συγγράφονται και χρησιμοποιούνται τα σχολικά βιβλία. Δεν είναι σαφές, βέβαια, εάν και κατά πόσο οι εκπαιδευτικοί συμβουλεύονται τις προδιαγραφές των σχολικών προγραμμάτων για να κάνουν μάθημα. Τα σχολικά βιβλία υποκαθιστούν τα σχολικά προγράμματα κατά την προσφορά του διδακτικού έργου
Αν θέλαμε να αναφέρουμε ενδεικτικά επεισόδια βίαιων πολιτικών παρεμβάσεων στο θέμα των σχολικών βιβλίων θα σημειώναμε: Την πρόταση της Επιτροπείας του 1920 για τα βιβλία της γλωσσικής διδασκαλίας στο δημοτικό που ζητούσε «να εκβληθώσι…να καώσι», ως «έργα ψεύδους και κακοβούλου προθέσεως». Ήταν τότε, που έπρεπε να ανακοπεί η προοδευτική «εκπαιδευτική μεταρρύθμιση του 1917», με πρωτεργάτες τους Α. Δελμούζο, Δ. Γληνό και Μ. Τριανταφυλλίδη, μετά την πτώση του Βενιζέλου.
Αργότερα, το 1965 (Ιουλιανά /αποστασία), με απόφαση του τότε Υπουργού Παιδείας Σαββόπουλου, είχε συσταθεί επιτροπή με το ερώτημα εάν τα σχολικά βιβλία, που είχαν εκδοθεί από τον ΟΕΔΒ (Οργανισμό Έκδοσης Διδακτικών Βιβλίων),στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του 1964,επί Γεωργίου Παπανδρέου, «θα αποσταλούν προς πολτοποίησιν». Το Μάιο του 1967(δικτατορία) είχαμε την τηλεγραφική διαταγή «Διακόπτομεν Διδασκαλίαν Στοιχείων Δημοκρατικού Πολιτεύματος», που εκτελέστηκε αμελητί.
Τα «αποσυρθέντα βιβλία» σχολικής ιστορίας είναι πολλά. Η πιο πρόσφατη έντονη διαμάχη ήταν για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, που είχε γραφεί υπό την εποπτεία της κ. Ρεπούση. Προφανώς, υπάρχουν πολλά ανάλογα επεισόδια. Στην ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης, έχει αποτυπωθεί ως τάση οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις ή δικτατορίες να αναστέλλουν τις όποιες προοδευτικές εκπαιδευτικές πολιτικές και μεταρρυθμίσεις, με πρώτη προτεραιότητα και στόχο την αντικατάσταση των σχολικών προγραμμάτων και σχολικών βιβλίων. Να μην παραλείψουμε, βέβαια, και τη μεταχείριση που επιφυλάσσουν μαθητές/τριες, όταν στο τέλος του σχολικού έτους, μετά τις εξετάσεις, ως ένδειξη συμβολικής γενικευμένης διαμαρτυρίας, εκτονώνουν το θυμικό τους φορτίο με το κάψιμο ή το σκίσιμο των βιβλίων, λες και οι ενέργειές τους είχαν κοινό ιδεολογικό παρονομαστή με τις συντηρητικές και δικτατορικές κυβερνήσεις.
Μετά την άνοδο της ΝΔ στην εξουσία, το καλοκαίρι του 2019, έχουμε σοβαρές ενδείξεις που μας επιτρέπουν να ισχυριστούμε ότι η ασκούμενη αυταρχική νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική έχει ως βασικό στόχο να «γκρεμίσει» (κυριολεκτικά!) συνολικά, τόσο τις εμβληματικές και ιστορικές κατακτήσεις του εκπαιδευτικού κινήματος όσο και τις πολιτικές της προηγούμενης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στην εκπαίδευση, που είχαν ως στόχο την υπεράσπιση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης, εν μέσω πολιτικών εποπτείας των μνημονίων, εκ μέρους των «εταίρων» της ΕΕ.
Η ένταση, ο χρονισμός και ο ρυθμός των μέτρων, που θεσμοθετούνται και δρομολογούνται, σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης και «εξαίρεσης», δείχνουν ότι έχουμε να κάνουμε με μια βίαιη επίθεση με στόχο την ολοσχερή κατεδάφιση του υπαρκτού δημόσιου σχολείου, υπέρ του σχολείου της αγοράς. Είναι πασίδηλο ότι οι κυβερνώντες αξιοποίησαν και αξιοποιούν την πανδημία και τα πρωτόκολλα εγκλεισμού των πολιτών ως ευκαιρία και για την προώθηση κυνικών μέτρων υπέρ του ιδιωτικού τομέα εκπαιδευτικών υπηρεσιών. Εδώ θα μας απασχολήσει, μόνο μια επιμέρους πτυχή, την καθιέρωση του «πολλαπλού βιβλίου», που προβάλλεται ως «επαναστατικό» μέτρο!
Το μυστήριο πολλαπλό βιβλίο: «ένα δείγμα πολλαπλότητας»;
Είναι, όντως, σημαντική υπόθεση το σχολικό βιβλίο και η χρήση του στο σχολείο από εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες, αν λάβουμε υπόψη ότι, για πολλούς μαθητές/τριες από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα, τα σχολικά βιβλία είναι τα κύρια, αν όχι τα μοναδικά έντυπα κείμενα με τα οποία έρχονται σε επαφή. Από αυτή την άποψη, η πολυδιαφημιζόμενη πολλαπλότητα και η «απομάκρυνση από τη «βιβλιοκεντρική» προσέγγιση προς τη γνώση που είναι ψηφιακή με πολλαπλές πηγές», δεν αποκλείεται να δημιουργεί νέα εμπόδια σε μαθητές/τριες που δεν έχουν τις υλικές, τις κοινωνικές και πολιτισμικές προϋποθέσεις για να ανταποκριθούν με επάρκεια στο «Νέο Σχολείο». Είναι σαφές ότι το σύνολο εκπαιδευτικών μέτρων προβάλλει την αντίληψη ενός κοινωνικά ουδέτερου και αταξικού σχολείου. Όσο για τα Σχολικά Προγράμματα, αυτά ενδιαφέρουν πρωτίστως ή κατ αποκλειστικότητα τους συγγραφείς και τους εκδότες, λόγω των προδιαγραφών τις οποίες οφείλουν να ακολουθήσουν πιστά, για να εξασφαλίσουν την έγκρισή τους.
Το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, λοιπόν, με «εντολή Κεραμέως», προετοιμάζει για μια ακόμη φορά (μετά το 1990 και το 2008) την «εκπαιδευτική επανάσταση», που βάζει τέλος στη πολιτική του ενός μοναδικού κρατικού σχολικού βιβλίου. Πρόκειται, δηλαδή, για επαναφορά μιας εκκρεμότητας από το παρελθόν. Όταν επανέρχεσαι, μετά από 30 χρόνια, σε ένα θέμα που έχει «παιχθεί», δε μπορούμε να μιλάμε για «καινοτομία», γιατί έχει αλλάξει δραματικά το τοπίο της εκπαίδευσης, με την ταχεία διείσδυση των ΤΠΕ. Δηλαδή, προβάλλεται η αναγκαιότητα μιας έντυπης πηγής γνώσης, σε ένα πεδίο όπου προδιαγράφεται κατάσταση ψηφιακής πολλαπλότητας. Το μοναδικό σχολικό βιβλίο, βέβαια, αντικαθίσταται, πάλι από ένα! Μόνο που βαφτίζεται «πολλαπλό», όχι γιατί είναι εργαλείο πολλαπλών χρήσεων ή πολλαπλών αναγνώσεων, αλλά επειδή θα παρέχεται η δυνατότητα επιλογής ενός σχολικού εγχειριδίου ανάμεσα από περισσότερα(πέντε;) εγκεκριμένα. Το μόνο «νέο» δεδομένο είναι ότι «επιτρέπεται»(!) η συνδυασμένη χρήση και άλλων εγκεκριμένων ψηφιακών βιβλίων.
Τα εγκεκριμένα εντάσσονται σε ένα Μητρώο Διδακτικών Βιβλίων και στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη Διδακτικών Βιβλίων (ΨΒΔΒ), που είναι στη διάθεση εκπαιδευτικών και μαθητών/τριών σε ψηφιακή μορφή, προκειμένου να μπορούν να αξιοποιούνται επικουρικά ή συνδυαστικά με το ένα το βασικό που έχει επιλεγεί από διδάσκοντες ή από το Σύλλογο Διδασκόντων ή από τον Διευθυντή του σχολείου.
Η Υπουργός σε ανακοινώσεις της διευκρινίζει: «Το πολλαπλό βιβλίο δίνει τη δυνατότητα στους εκπαιδευτικούς να επιλέγουν το βιβλίο που θέλουν, ανάμεσα στα εγκεκριμένα βιβλία του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής (Ι.Ε.Π.). Ταυτόχρονα, μαθητές και εκπαιδευτικοί θα έχουν πρόσβαση και στα υπόλοιπα εγκεκριμένα διδακτικά βιβλία σε ψηφιακή μορφή, καθώς και σε πλούσιο συμπληρωματικό ψηφιακό εκπαιδευτικό υλικό. Η ελεύθερη επιλογή βιβλίου και οι πολλαπλές πηγές σηματοδοτούν μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος στον τρόπο που μαθαίνουν τα παιδιά στο σχολείο, ξεφεύγοντας από το μοντέλο της αποστήθισης, ενισχύοντας την κριτική σκέψη των μαθητών και τη διαμόρφωση ανεξάρτητης γνώμης. Η Ελλάδα και η Κύπρος αποτελούν τη μειοψηφία των χωρών ΕΕ που διατηρούν το μονοπώλιο του ενός και μοναδικού σχολικού εγχειριδίου». Τους ενοχλεί το «μονοπώλιο» και το μοναδικό. Άραγε, πόσο σίγουρη είναι ότι εκπαιδευτικοί και μαθητές/τριες δεν καταφεύγουν σε πολλαπλές πηγές; Μήπως, επιδιώκουν τον έλεγχο των «πολλαπλών πηγών» με τον εγκεκριμένο κατάλογο βιβλίων και τον κατάλογο του εγκεκριμένου ψηφιακού εκπαιδευτικού υλικού;
Η «ελευθερία επιλογής»: ένα κενό σημαίνον
Είμαστε συντονισμένοι, όπως αντιλαμβανόμαστε, με το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πρόταγμα της «ελεύθερης επιλογής»! Μόνο που πρόκειται για ψευδεπίγραφη ελευθερία επιλογής, καθώς, τα εγκεκριμένα βιβλία, από άποψη περιεχομένου δεν πρόκειται να φιλοξενούν αντίπαλες προς τι κυρίαρχες εκδοχές σχολικής γνώσης. Οι σαφείς και συγκεκριμένες προδιαγραφές των «νέων» Αναλυτικών Προγραμμάτων (πολλά είναι προγράμματα που είχαν εκπονηθεί πριν από μια δεκαετία) είναι δεσμευτικές για τους συγγραφείς και τους εκδότες. Το πολύ-πολύ να είναι εναλλακτικές διδακτικές και παιδαγωγικές προσεγγίσεις, αν και αυτές είναι αυστηρά προκαθορισμένες! Οπότε, τι το ένα ή το άλλο βιβλίο. Μια από τα ίδια. Ούτε καν εναλλακτικά. Δεν ισχυριζόμαστε ότι είναι απελευθερωτική μεταρρυθμιστική πολιτική το να επιλέγουν, με όρους αγοράς, οι εκπαιδευτικοί το σχολικό τους βιβλίο. Απλώς, σχολιάζουμε την ψευδαίσθηση επιλογής που υπόσχονται οι κυβερνώντες.
Ο πρόεδρος του ΙΕΠ Γιάννης Αντωνίου είναι βέβαιος ότι «Στην πραγματικότητα μετακινούμεθα από ένα μοντέλο προσέγγισης της γνώσης με ένα και μοναδικό σχολικό βιβλίο «το ισοδύναμο με τις πλάκες του Μωυσή», σ’ ένα μοντέλο προσέγγιση της γνώσης που είναι ψηφιακή και στηρίζεται σε πολλαπλές πηγές, με ένα δείγμα της πολλαπλότητας να είναι το πολλαπλό βιβλίο, το οποίο επιλέγεται από την σχολική κοινότητα». Το πολλαπλό βιβλίο, λοιπόν, είναι «δείγμα πολλαπλότητας» σε καθεστώς πολλαπλών επιλογών! Βρίσκουμε απατηλή την υπόσχεση ότι τα βιβλία ως δείγμα πολλαπλότητας θα φιλοξενούν και μη κυρίαρχες/αντίπαλες απόψεις αναφορικά με την ιστορία, την κοινωνία, το σχολείο, την εκκλησία, την πολιτική, την οικογένεια, τη φύση, τον άνθρωπο, κ.α..
«Νόμος και τάξη» ακόμα και για την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης!
Η Υπουργός ισχυρίστηκε ότι «”Με το νέο νομοσχέδιο(!), περνάμε από την αποστήθιση στην κριτική ανάλυση και σκέψη…” κι απευθύνθηκε στην αντιπολίτευση: «Λέει η Αξιωματική Αντιπολίτευση ότι “Λείπει η κριτική γνώση”. Συμφωνούμε. Εμείς κάνουμε κάτι γι’ αυτό. Εισάγουμε το πολλαπλό βιβλίο για να καλείται ο μαθητής να συνδυάσει πηγές»!
Δηλαδή, με νόμο καταργούν την αποστήθιση και με νόμο εντέλλονται, ώστε οι εκπαιδευτικοί να διδάσκουν τους μαθητές/τριες πώς να «συνδυάζουν πηγές» μάθησης, κάτι που ως δια μαγείας θα συντελεί στην καλλιέργεια της «κριτικής σκέψης»! Η παιδαγωγική και η διδασκαλία της «κριτικής σκέψης» ορίζεται με νόμο, κάτι που αυτόχρημα αναιρεί την υπόσταση της λεγόμενης «κριτικής σκέψης».
Έχουμε μια ανέξοδη πλειοδοσία περί «κριτικής σκέψης», τόση που να ανατρέπει το ήδη νομοθετημένο «Εργαστήριο Δεξιοτήτων», το οποίο προβάλλεται ως καινοτόμος παιδαγωγική τεχνολογία. Νομοθετήθηκε, λες και οι δεξιότητες δεν εμπεριέχονται, ρητά ή άρρητα, στο σύνολο των εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων! Οι μαθητές/τριες παίρνουν ήδη ελέγχους με βαθμό στο αντικείμενο «Εργαστήριο Δεξιοτήτων»! Προφανώς, έχουν στήσει δραστηριότητες αδέξιων ασκήσεων μίμησης επιλεγμένων δεξιοτήτων. Πώς είναι δυνατή η διάζευξη και η απομόνωση της διδασκαλίας των σχολικών μαθημάτων από τις λεγόμενες δεξιότητες, ώστε αυτές να καλλιεργούνται έξω από συναφές γνωσιακό πλαίσιο!
Οι προηγούμενες απόπειρες καθιέρωσης του «πολλαπλού βιβλίου» ακυρώθηκαν για λόγους που είχαν να κάνουν με την αντικειμενικότητα της βαθμολόγησης των εξετάσεων αλλά και με τους εξοντωτικούς ανταγωνισμούς των εκδοτών. Μάλιστα, επί Αρσένη και επί Ευθυμίου, είχε ξεκινήσει μια απόπειρα για καθιέρωση εμπλουτισμένων σχολικών βιβλιοθηκών, με κοινοτικά κονδύλια, αλλά κι αυτή η προσπάθεια, που υποσχόταν ένα άλλο «παιδαγωγικό υπόδειγμα» για σύνδεση της σχολικής εργασίας με την ανοιχτή σχολική βιβλιοθήκη, εγκαταλείφθηκε.
Εξαίρεση σε όλη αυτή την υπόθεση ήταν η σύσταση, οργάνωση, ο εμπλουτισμός και λειτουργία των Πανεπιστημιακών Βιβλιοθηκών. Μόνο που κι εκεί, παρά ταύτα, κυριαρχεί η πρακτική του ενός πανεπιστημιακού συγγράμματος με έγκριση του διδάσκοντος, με ο τι αυτό συνεπάγεται για τις σπουδές των φοιτητών/τριών. Μη θεωρούμε πως η απομνημόνευση συγγραμμάτων έχει εξοριστεί από τα πανεπιστήμια. Κάνω την υπόθεση ότι η κατάσταση αυτή διαιωνίζεται λόγω του κοινού τόπου συνάντησης συμφερόντων των πανεπιστημιακών –συγγραφέων και των εκδοτών. Σε βαθμό, μάλιστα, που οι εκδότες, με τη συνέργεια πανεπιστημιακών, να ορίζουν το περιεχόμενο των προγραμμάτων σπουδών, παρά την καινοτομία του «Εύδοξος»!
Πολλαπλές πηγές για νομότυπη συρραφή και αντιγραφή(copy-paste);
Για να επανέλθουμε στο «πολλαπλό» βιβλίο, δεν αποκλείεται να έχουμε «συνδυαστική χρήση πηγών». Όπως ακριβώς γίνεται ήδη, με τις συνδυαστικές ερωτήσεις των εισαγωγικών εξετάσεων: απαιτούν συνδυασμένη χρήση διαφορετικών σελίδων του σχολικού βιβλίου. Τις κατατάσσουμε, μάλιστα, στις απαιτητικές ερωτήσεις κρίσεως. Θα έχουμε κάτι ανάλογο κι εδώ: μια ιδιότυπη «νομότυπη συρραφή» των ίδιων κυρίαρχων απόψεων από περισσότερες πηγές ή βιβλία. Δημοσιογράφος του εκπαιδευτικού ρεπορτάζ σπεύδει να προεξοφλήσει ότι η «δυνατότητα επιλογής μεταξύ διαφορετικών σχολικών εγχειριδίων μπορεί να έχει χαρακτήρα διδακτικής “σωτηρίας”»! Η σωτηρία των δασκάλων, βέβαια, βρίσκεται στους όρους και τις συνθήκες εργασίας και στη σχέση που έχουν με την εργασία τους! Δεν μας διευκρινίζεται σε τι θα συνίσταται η «διαφορετικότητα»; Μήπως, είναι κάτι σαν την «πολλαπλή ηχώ» της ίδιας άποψης, διαμεσολαβημένης με άλλα λόγια και άλλα διδακτικά τεχνάσματα και σχεδιαγράμματα; Να μας δίνουν, μήπως, τους ίδιους ορισμούς με άλλα λόγια; Είναι πολύ απλοϊκός ο ισχυρισμός της Υπουργού όταν υποστηρίζει ότι «σκοπός του πολλαπλού βιβλίου είναι η καλλιέργεια κριτικής σκέψης των μαθητών…».
Η κριτική σκέψη καλλιεργείται και με ένα βιβλίο. Κάποτε, έκανα «μάθημα» Αρχαίας Ιστορίας στην Δ΄ Δημοτικού, με θέμα τον «αποικισμό». Ο συγγραφέας του μοναδικού σχολικού βιβλίου, κάνοντας αποτίμηση των επιπτώσεων του αποικισμού έγραφε: «…αίφνης άλλαξε ριζικά η μέχρι τότε γνωστή εικόνα του κόσμου…». Μια μαθήτρια παίρνει το λόγο και λέει «Κύριε, αυτό το «αίφνης» πρέπει να το δούμε λίγο. Μόνο οι σεισμοί μας αιφνιδιάζουν!». Τέτοια επεισόδια είναι πάρα πολύ δημιουργικά για βαθύτερη κατανόηση, όπως εδώ, του ιστορικού χρόνου και των αλλαγών που συντελούνται, όχι εξαιτίας του χρόνου, βέβαια. Κάναμε μάθημα με «ανοιχτά τα βιβλία». Ανάγνωση, σχολιασμό, αφήγηση, συζήτηση, κρίση, ιστορική σκέψη.
Οι προσχηματικές δαπανηρές και ανακόλουθες πιλοτικές εφαρμογές
Βρίσκουμε πάρα πολύ προσχηματικό, μέσα σε όλα αυτά, να επιδιώκεται ώστε το σχετικό εγχείρημα να εξασφαλίζει επιστημονική νομιμοποίηση. Με κοινοτικά κονδύλια αναθέτουν σε «ειδικούς» την παράγωγή των σχολικών προγραμμάτων και τη συγγραφή των σχολικών βιβλίων, επιστρατεύοντας την προσφιλή μεθοδολογία των λεγόμενων πιλοτικών εφαρμογών.
Οι πιλοτικές εφαρμογές θεωρούνται προαπαιτούμενες και έχουν υψηλή κοινωνική υπόληψη. Θεωρούμε, ωστόσο, ότι όλοι οι εμπλεκόμενοι είναι εκτεθειμένοι: Τα πειραματικά και τα πρότυπα σχολεία δεν προσφέρονται για πιλοτικές μανούβρες. Τα πειραματικά δεν έχουν δείγμα μαθητών/τριών τυπικού σχολείου. Το δείγμα μαθητών/τριών είναι πειραγμένο, λόγω της κλήρωσης. Παιδιά από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα αποφεύγουν την κλήρωση. Πολύ περισσότερο στα πρότυπα, των οποίων οι μαθητές/τριες έχουν επιλεγεί με πολύ ανταγωνιστικές εισαγωγικές εξετάσεις. Οι συγκεκριμένες πιλοτικές εφαρμογές σχεδιάζονται ή γίνονται με αποκλεισμό μαθητών από μη προνομιούχα κοινωνικά στρώματα. Πέρα από το γεγονός ότι και οι εκπαιδευτικοί αυτών των σχολείων είναι επιλεγμένοι, με ανοιχτή πρόσκληση ενδιαφέροντος και αξιολόγηση. Με λίγα λόγια, το δείγμα των μαθητών/τριών και των εκπαιδευτικών που συμμετέχουν στις πιλοτικές εφαρμογές δε συνιστά τυπικό δείγμα του υπαρκτού δημόσιου σχολείου, κάτι που ακυρώνει το όλο εγχείρημα. Η διαδικασία των πιλοτικών δεν έχει εγκυρότητα, αξιοπιστία και αντικειμενικότητα. Πράγμα που σημαίνει ότι η όλη υπόθεση είναι εικονική. Η υπόθεση αποκτάει και χαρακτηριστικά εμπαιγμού!
Φαίνεται ότι είναι κυρίαρχα θέματα είναι η απορρόφηση κοινοτικών κονδυλίων, η ανάδειξη νέων συγγραφέων ή επαναδραστηριοποίηση παλαιών, η ενίσχυση της αγοράς των εκδόσεων, ο προσεταιρισμός εκπαιδευτικών με τη στελέχωση των ομάδων και η επιφανειακή εγκυρότητα και νομιμοποίηση του όλου εγχειρήματος με την επίκληση αρχών “πειραματισμού” στην προώθηση εκπαιδευτικών αλλαγών.
Σύμφωνα με επίσημη ενημέρωση, για την αναμόρφωση 453 αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών στη Γενική και την Επαγγελματική Εκπαίδευση, δαπανήθηκε το όχι ευκαταφρόνητο ποσό των17,8 εκατ. ευρώ! Προβλέπεται και δαπάνη 4,4 εκ ευρώ για τη επιμόρφωση των εκπαιδευτικών επί των νέων αναλυτικών Προγραμμάτων Σπουδών. Δεν έχει ανακοινωθεί το κόστος των σχετικών βιβλίων ανά γνωστικό αντικείμενο, για τη συγγραφή, την αξιολόγηση, την εκτύπωση.
Εντύπωση προκαλεί η είδηση (1.12.21) ότι «Ξεκινά αυτές τις ημέρες η δίχρονη πιλοτική εφαρμογή των νέων Προγραμμάτων Σπουδών Δημοτικού , Γυμνασίου και Λυκείου στα Πρότυπα και Πειραματικά» Τι σημαίνει πιλοτικές εφαρμογές σχολικών προγραμμάτων στην τάξη, χωρίς το απαραίτητο σχεδίασμα διδακτικών ενοτήτων σε υπό διαμόρφωση βιβλία; Ή, πώς συμβαίνει να έχουμε πιλοτική εφαρμογή σχολικών προγραμμάτων, όταν αυτά έχουν ήδη έχουν δημοσιευθεί σε ΦΕΚ! Και πώς μπορεί (23.12.21) να ισχύει η είδηση ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα εκδοθεί η πρόσκληση που θα καλεί συγγραφείς να υποβάλουν στο ΙΕΠ βιβλία προς έγκριση τα οποία θα αξιολογηθούν από επιστημονικές επιτροπές και εμπειρογνώμονες στη βάση παιδαγωγικών, επιστημονικών, αλλά και τεχνικών κριτηρίων που θα έχουν θέσει το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής και ο Διόφαντος! Το μόνο βέβαιο είναι ότι «λεφτά υπάρχουν! Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα δαπανηρό εγχείρημα αγοράς!
Υπάρχει μεγάλη παράδοση πολλαπλών παράλληλων βιβλίων
Το «πολλαπλό» βιβλίο έχει καταγράψει μεγάλη παράδοση στην ελληνική εκπαίδευση, αν και μη θεσμοθετημένη. Από τα χρόνια που υπήρξα μαθητής στο σχολείο (Ιεροδιδασκαλείο Βελλάς) έχω την κοινή-υποθέτω- εμπειρία των «εξωσχολικών βοηθημάτων» που μελετούσα για τα Αρχαία, τα Μαθηματικά, τη Φυσική, την Έκθεση, κ.α. Μάλιστα, προσπαθούσαμε να «ανακαλύψουμε» τα βοηθήματα στα οποία κατέφευγαν οι καθηγητές μας για τις εργασίες που μας ανέθεταν.
Υπήρχε εποχή που δεν επιτρέπονταν η κατοχή και η χρήση τους! Η κυρίαρχη πρακτική που επικρατούσε ήταν η άκριτη συνδυασμένη χρήση –συρραφή πηγών. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν οι εξετάσεις στην «Έκθεση Ιδεών», όπου δεν υπήρχαν εγκεκριμένα σχολικά βιβλία. Είχαμε τα λεγόμενα «Εκθεσιολόγια». Η μηχανιστική απομνημόνευση-άκριτη αναπαραγωγή- ακόμα θριαμβεύει στο ελληνικό σχολείο.
Όπως έχω υποστηρίξει, το ελληνικό σχολείο μας εξοικειώνει με πρακτικές και νοοτροπίες που προσιδιάζουν με κλοπή πνευματικής ιδιοκτησίας του άλλου.Επιβραβεύει την αντιγραφή την ίδια στιγμή που βάζει επιτηρητές στις εξετάσεις για να μην αντιγράφουν οι μαθητές/τριες! Οι εξεταζόμενοι καταθέτουν ισχυρισμούς και απόψεις που ανήκουν στους συγγραφείς των σχολικών εγχειριδίων, χωρίς να χρησιμοποιούν «εισαγωγικά» και χωρίς να αναφέρουν ρητά το όνομα των συγγραφέων από τους οποίους αντλούν ιδέες, λύσεις και απόψεις. Δεν είναι αυτή η απομνημόνευση μια μορφή «νομότυπης αντιγραφής»;
Έχω τη γνώμη ότι, όσο το έντυπο σχολικό βιβλίο αντέξει και όσο οι χρήστες το επιλέγουν, στο μεταίχμιο της επέλασης των ψηφιακών πηγών διδασκαλίας και μάθησης, έχουμε τη δυνατότητα να προσφέρουμε επί τέλους τη δυνατότητα σε εκπαιδευτικούς και μαθητές/τριες να έχουν τα βιβλία τους ανοιχτά, σε όλες τις εκφάνσεις των εκπαιδευτικών τους δραστηριοτήτων. Όπως, ακριβώς, τα έχουν οι εκπαιδευτικοί, όταν ετοιμάζουν τα μαθήματά τους ή όταν διδάσκουν. Δεν είναι δυνατόν να διεκπεραιώνεται η διδασκαλία των μαθημάτων με τα σχολικά βιβλία κλειστά.
Στα δέκα τελευταία χρόνια της διδασκαλίας μου στο συμβατικό πανεπιστήμιο και στο ΕΑΠ, είχα καθιερώσει, ανάμεσα σε άλλα, πρακτικές «ανεστραμμένης τάξης» (δεν είχα υπόψη μου τον όρο τότε),στη διάρκεια του εξαμήνου και γραπτές εξετάσεις με ανοιχτά βιβλία, σημειώσεις, προσωπική βιβλιοθήκη. Προφανώς, οι απαντήσεις στις ερωτήσεις δεν βρίσκονταν σε κάποιες από τις διαθέσιμες σελίδες βιβλίων που είχαν μαζί τους οι φοιτητές/τριες. Τα ποσοστά αποτυχίας ήταν, συνήθως, υψηλά. Αυτό οφειλόταν στο ότι δε μελετούσαν σε βάθος τις όποιες πηγές τους ή στο ότι παγιδεύονταν από το γεγονός ότι η εξέταση ήταν με ανοιχτά βιβλία και το άφηναν για την τελευταία ημέρα των εξετάσεων. Πάντως, η απομνημόνευση και το «μάθημα αντιγραφής» ή της κλοπής πνευματικής ιδιοκτησίας είχε «αποβληθεί» από τα μαθήματά μας.
Η «αντίπαλη πρόταση» Μπρεχτ
Όσο για το ζήτημα του ενός μοναδικού σχολικού βιβλίου, θα υποστήριζα ένα αποδεκτό κοινό ενιαίο σχολικό εγχειρίδιο που να ενσωματώνει απόψεις από τις κυριότερες βασικές «σχολές σκέψης», με εμπεριστατωμένο παιδαγωγικά τρόπο και διδακτική μεθοδολογία, που να προσφέρεται ως «ανοικτή» πηγή διδασκαλίας και μάθησης, με δομικά ενταγμένες συστάσεις για περαιτέρω μελέτη από άλλες πηγές. Ένα αστικό κρατικό σχολικό βιβλίο, που προσκαλεί και ευνοεί σε διαρκή διάλογο το μαθητή με το συγγραφέα διαμορφώνει, με τη συνδρομή ενός ενημερωμένου δασκάλου, μια άλλη σχέση με τη γνώση και το βιβλίο. Το όποιο σχολικό βιβλίο, έντυπο ή ψηφιακό, προϋποθέτει ως αναπόφευκτη γνωστική δραστηριότητα τη διαλογική ανάγνωση με τον συγγραφέα και τους ισχυρισμούς του. Μια σχέση που φτάνει μέχρι και τη δημιουργική και απελευθερωτική αποδόμηση και το «θάνατο» του συγγραφέα.
Σε μια τέτοια περίπτωση, το μοναδικό ανοικτό κρατικό σχολικό βιβλίο θα υφίσταται καθημερινά τη βάσανο, έτσι που, στο τέλος της χρονιάς, να μην έχουμε μαθητές που να καίνε τα βιβλία. Θα τα έχουν «κάψει» κριτικά, όταν τα μελετούν και όταν συμμετέχουν στο μάθημα. Θα το κρατούν στη βιβλιοθήκη τους ως ενθύμιο με σημειώσεις στα περιθώρια. Τόσο που να είναι πολύ κοντά στο να έχουν γράψει το δικό τους βιβλίο!
Αυτές μου οι σκέψεις είναι εμπνευσμένες από το παιδαγωγικό υπόδειγμα που μας έχει αφήσει ο Μπέρτολτ Μπρεχτ με ένα ποίημά του. Είναι ένας πρώτης τάξης οδηγός και για τους συγγραφείς που εμπλέκονται, αυτή την περίοδο, στην άστοχη περιπέτεια του «πολλαπλού» σχολικού βιβλίου. Θα προσέξουμε ότι ο «δαιμόνιος» παιδαγωγός έχει βρει τον τρόπο να χωρέσει διαλεκτικά, σε ένα ποίημα-βιβλίο ιστορίας, και την κυρίαρχη εκδοχή και την αντίπαλη. Με λίγα λόγια, προτείνει στου συντελεστές για κάθε μάθημα ένα σχολικό βιβλίο. Ένα! Και αυτό «να καίγεται», με τις απορίες, τις καίριες ερωτήσεις και τους ευδιάκριτους υπαινιγμούς του δασκάλου. Και το σημαντικότερο: Να είναι γραμμένα και για εργάτες που διαβάζουν!
Ερωτήσεις ενός εργάτη που διαβάζει
«Ποιος έχτισε τη Θήβα την εφτάπυλη;
Στα βιβλία δε βρίσκεις παρά των βασιλιάδων τα ονόματα.
Oι βασιλιάδες κουβαλήσαν τ’ αγκωνάρια;
Και τη χιλιοκαταστραμμένη Bαβυλώνα ποιος την ξανάχτισε τόσες φορές;
Σε τι χαμόσπιτα της Λίμας της χρυσόλαμπρης ζούσαν οι οικοδόμοι;
Tη νύχτα που το Σινικό Tείχος αποτελειώσαν, πού πήγανε οι χτίστες;
H μεγάλη Pώμη είναι γεμάτη αψίδες θριάμβου. Ποιος τις έστησε;
Πάνω σε ποιους θριαμβεύσανε οι Kαίσαρες;
Tο Bυζάντιο το χιλιοτραγουδισμένο μόνο παλάτια είχε για τους κατοίκους του;
Aκόμα και στη μυθική Aτλαντίδα, τη νύχτα που τη ρούφηξε η θάλασσα,
τ’ αφεντικά βουλιάζοντας, μ’ ουρλιαχτά τους σκλάβους τους καλούσαν.
O νεαρός Aλέξανδρος υπόταξε τις Iνδίες.
Mοναχός του;
O Kαίσαρας νίκησε τους Γαλάτες.
Δεν είχε ούτ’ ένα μάγειρα μαζί του;
O Φίλιππος της Iσπανίας έκλαψε όταν η Aρμάδα του βυθίστηκε.
Δεν έκλαψε, τάχα, άλλος κανένας;
O Mέγας Φρειδερίκος κέρδισε τον Eφτάχρονο τον Πόλεμο.
Ποιος άλλος τόνε κέρδισε;
Kάθε σελίδα και μια νίκη.
Ποιος μαγείρεψε τα νικητήρια συμπόσια;
Κάθε δέκα χρόνια κι ένας μεγάλος άντρας.
Ποιος πλήρωσε τα έξοδα;
Πόσες και πόσες ιστορίες
Πόσες και πόσες απορίες…»