Notice: Function _load_textdomain_just_in_time was called incorrectly. Translation loading for the jnews-view-counter domain was triggered too early. This is usually an indicator for some code in the plugin or theme running too early. Translations should be loaded at the init action or later. Please see Debugging in WordPress for more information. (This message was added in version 6.7.0.) in /chroot/home/newspedia/newspedia.gr/html/wp-includes/functions.php on line 6114
Το Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του νέου «Νόμου Πλαισίου» - Newspedia.gr

Το Πανεπιστήμιο στο πλαίσιο του νέου «Νόμου Πλαισίου»

Του Δημήτρη Καραδήμα ,Αντιπρύτανης Ακαδημαϊκών Υποθέσεων και Φοιτητικής Μέριμνας του ΕΚΠΑ

Το νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας για την Ανώτατη Εκπαίδευση, εφόσον γίνει νόμος του κράτους, θα δημιουργήσει ένα νέο πλαίσιο λειτουργίας για τα Πανεπιστήμια. Επειδή το πλαίσιο λειτουργίας και οι κανόνες του θα καθορίσουν την πορεία και την ανάπτυξη των ΑΕΙ τα επόμενα χρόνια, καθώς και την ποιότητα της εκπαίδευσης και της έρευνας, απαιτείται μια ψύχραιμη και ουσιαστική συζήτηση μεταξύ Υπουργείου και πανεπιστημιακής κοινότητας με εκατέρωθεν ευήκοα ώτα, ώστε η μορφή του νομοσχεδίου που θα φτάσει στο Κοινοβούλιο να έχει όλα τα εχέγγυα ότι θα καταφέρει να επιτύχει τον βασικό στόχο: την αναβάθμιση της ποιότητας και τη βελτίωση της λειτουργίας των ΑΕΙ. Στο πνεύμα αυτό της προσπάθειας για εποικοδομητική προσέγγιση θα κινηθεί και η κριτική που θα ασκηθεί στο νομοσχέδιο στις επόμενες γραμμές.

Το σχέδιο νόμου αποτελείται από 344 άρθρα που εκτείνονται σε 408 σελίδες, οι οποίες περιλαμβάνουν ρυθμίσεις για όλα τα θέματα της Ανώτατης Εκπαίδευσης. Οι ρυθμίσεις αυτές θα μπορούσαν, σε γενικές γραμμές, να υπαχθούν σε τρεις βασικές κατηγορίες:

α) Μια κατηγορία αποτελούν οι ρυθμίσεις που αναφέρονται σε εκπαιδευτικά θέματα και επιμέρους ζητήματα της ακαδημαϊκής λειτουργίας των ΑΕΙ. Οι ρυθμίσεις αυτές είτε διευκολύνουν άμεσα τη λειτουργία και την ανάπτυξη των Ιδρυμάτων (π.χ. διευκόλυνση συμμετοχής σε Ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια, ξενόγλωσσα προγράμματα, ίδρυση παραρτημάτων στο εξωτερικό) είτε καθιστούν δυνατή την προσφορά περισσότερων εκπαιδευτικών ευκαιριών ανάλογα με τη ζήτηση που θα υπάρξει τα επόμενα χρόνια από τη νέα γενιά και ανάλογα, βέβαια, με τις δυνατότητες των πανεπιστημίων (π.χ. περισσότερα προπτυχιακά προγράμματα σπουδών τμηματικά ή διατμηματικά, διπλά προγράμματα σπουδών, προσφορά δευτερεύουσας κατεύθυνσης κλπ).

β) Στη δεύτερη κατηγορία μπορούν, κατά τη γνώμη μου, να υπαχθούν οι ρυθμίσεις που στην ουσία καταγράφουν, κωδικοποιούν και σε κάποιες περιπτώσεις συμπληρώνουν ή διαφοροποιούν ελαφρώς στοιχεία (λειτουργίες, δομές, διαδικασίες, κλπ) που στην πλειονότητά τους υπάρχουν ήδη στα πανεπιστήμια και στα οποία στηρίζεται η λειτουργία των ιδρυμάτων (υπάρχουν πολλά παραδείγματα με αλληλοσχετιζόμενα και εν πολλοίς  αλληλοεπικαλυπτόμενα στοιχεία, βλ. π.χ. άρθρο 206 κ.ε., όπου γίνεται αναφορά σε Μονάδες, Επιτροπές, κλπ.). γ) Στην τρίτη ομάδα εντάσσονται ρυθμίσεις που αλλάζουν το τοπίο της διοίκησης του Πανεπιστημίου ριζικά και οι οποίες θα μας απασχολήσουν λίγο περισσότερο παρακάτω, καθώς θεωρούμε ότι επηρεάζουν την όλη λειτουργία του Πανεπιστημίου σε όλα τα επίπεδα.

Από τις παραπάνω κατηγορίες η πρώτη θα μπορούσε να λάβει ανεπιφύλακτα θετικό πρόσημο, ιδιαίτερα αν γίνουν βελτιώσεις σε προβληματικά σημεία. Ας πάρουμε ως παράδειγμα τα «βιομηχανικά (!) διδακτορικά». Πρέπει οπωσδήποτε να αλλάξει η ονομασία τους (το διδακτορικό δεν παράγεται από τη βιομηχανία, ώστε να αποκαλείται βιομηχανικό, ούτε η γνώση που θα προσφέρει μπορεί εξ ορισμού να θεωρείται ότι θα σχετίζεται μόνο με τη βιομηχανία), όπως πρέπει να αλλάξει και η πρόβλεψη ότι εκπρόσωπος της επιχείρησης μπορεί να αποτελεί μέλος της Τριμελούς Συμβουλευτικής Επιτροπής! Υπάρχουν και άλλα τέτοια σημεία που πρέπει να διορθωθούν (π.χ. αν το υποχρεωτικό ωράριο διδασκαλίας των μελών ΔΕΠ πρέπει να καλύπτεται μόνο σε προπτυχιακά μαθήματα, τότε μάλλον τελειώνουν με τη ψήφιση του νόμου τα δωρεάν μεταπτυχιακά στα ελληνικά ΑΕΙ!). Η δεύτερη κατηγορία, για να αποκτήσει το επιθυμητό θετικό πρόσημο, είναι ανάγκη να ακολουθήσει δύο βασικές αρχές: πρώτον, να κάνει τη διάκριση μεταξύ των δομών, των λειτουργιών και των  υπηρεσιών που προϋπήρχαν και εκείνων που πράγματι δημιουργούνται με τον νόμο αυτόν, και δεύτερον, να αποφύγει τις αλληλοεπικαλύψεις, καθώς και την καταγραφή πολλών αχρείαστων λεπτομερειών. Οι τελευταίες δίνουν την αίσθηση ότι ο νόμος δεν διαμορφώνει πλαίσιο εκπαιδευτικής λειτουργίας, αλλά μάλλον επεξεργασμένο δίκτυο ασφυκτικού γραφειοκρατικού και τεχνοκρατικού εναγκαλισμού. Τέλος, η τρίτη από τις κατηγορίες ρυθμίσεων που προαναφέρθηκαν είναι η πιο προβληματική και, για τον λόγο αυτό, θα την εξετάσουμε αναλυτικότερα στη συνέχεια.

Ο τρόπος διοίκησης ενός πανεπιστημιακού ιδρύματος διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του και επηρεάζει καθοριστικά την ποιότητα της εκπαιδευτικής του λειτουργίας και της ερευνητικής του δραστηριότητας. Για τον λόγο αυτό θεωρούμε ότι η πλήρης αυτοδιοίκηση που το Σύνταγμα προβλέπει για τα ΑΕΙ, καθώς και η κατοχύρωση της ακαδημαϊκής ελευθερίας και διδασκαλίας[1] δεν είναι προνόμια που μπορεί και να αφαιρεθούν, αλλά συνθήκες αναγκαίες για την εκπλήρωση της αποστολής που το Σύνταγμα τους αναθέτει. Αυτό σημαίνει ότι παρεμβάσεις σε ζητήματα διοίκησης του Πανεπιστημίου πρέπει να γίνονται με ιδιαίτερη προσοχή, με σεβασμό όχι μόνο στο γράμμα, αλλά και στο πνεύμα του Συντάγματος, και να μην περιορίζουν, ούτε να δίνουν την εντύπωση ότι περιορίζουν, την πλήρη αυτοδιοίκηση. Δυστυχώς αυτό συμβαίνει με το υπό συζήτηση νομοσχέδιο.

Τα όργανα που παραδοσιακά ασκούν τη διοίκηση στα ελληνικά ΑΕΙ είναι η Σύγκλητος, το Πρυτανικό Συμβούλιο, Πρύτανης και οι Αντιπρυτάνεις. Τα όργανα αυτά σε ένα καθεστώς πλήρους αυτοδιοίκησης εκλέγονται από τα μέλη της πανεπιστημιακής κοινότητας με άμεση ψηφοφορία. Υπάρχει και το πρόσφατο σχετικά «πείραμα» του νόμου 4485/2017 που προέβλεπε την απευθείας εκλογή των Αντιπρυτάνεων από το εκλογικό σώμα (στην πράξη: ένα ψηφοδέλτιο για τους υποψηφίους Πρυτάνεις και άλλο για τους υποψηφίους Αντιπρυτάνεις) και έδινε τη δυνατότητα σε διαφορετικές φωνές εντός της ακαδημαϊκής κοινότητας να εκφραστούν και να διεκδικήσουν την ψήφο της. Το δίδαγμα αυτής της ρύθμισης (καταργήθηκε το 2020) είναι ότι η δημοκρατική λειτουργία εντός του Πανεπιστημίου απελευθερώνει δυνάμεις, προωθεί τη συνεργασία, ενισχύει τον εσωτερικό έλεγχο και συνθέτει εποικοδομητικά. Η πρόταση του νέου νομοσχεδίου κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση. Περιορίζει την εσωτερική δημοκρατική λειτουργία και το αυτοδιοίκητο, ενώ δεν φαίνεται να υπηρετείται κάποιος ανώτερος σκοπός από αυτό ούτε να έχουν οι αλλαγές στο επίπεδο της διοίκησης κάποια οργανική σχέση με άλλες προτεινόμενες (θετικές) αλλαγές και καινοτομίες.   

Όλα τα όργανα του Πανεπιστημίου που αναφέρθηκαν παραπάνω υποβαθμίζονται και, με την εξαίρεση ίσως του Πρύτανη,  απονευρώνονται και περιθωριοποιούνται υπέρ της ανάδειξης του νέου οργάνου που φέρει τον τίτλο Συμβούλιο Διοίκησης (ΣΔ). To ΣΔ αποτελείται από έντεκα μέλη, τα έξι (6) από τα οποία είναι εσωτερικά και εκλέγονται από τα μέλη ΔΕΠ με περιορισμούς που δεν επιτρέπουν αντιπροσωπευτικότητα (π.χ. γιατί ένα εσωτερικό μέλος ανά Σχολή; Αυτό θα είχε νόημα σε ένα υποθετικό σύστημα όπου θα εκπροσωπούνταν όλες οι σχολές ενός ιδρύματος στο ΣΔ και κάθε Σχολή θα ψήφιζε τον δικό της εκπρόσωπο) και τα πέντε (5) είναι εξωτερικά και διορίζονται με απόφαση των εσωτερικών μελών! Το σώμα, λοιπόν, αυτό, το οποίο αποτελεί αποτέλεσμα κανονιστικής παρέμβασης του νόμου και περιορισμού της αυτοδιοίκησης,  αποφασίζει πλέον για τα πάντα και στην ουσία δεν λογοδοτεί πουθενά. Ορίζει τον Πρύτανη (ένα από τα εσωτερικά μέλη, ακόμα ενδεχομένως και το μέλος που συγκέντρωσε τις λιγότερες ψήφους!), ορίζει τους Κοσμήτορες των Σχολών και τον Εκτελεστικό Διευθυντή (νέο μονοπρόσωπο όργανο που υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να ενισχύσει την οικονομική και διοικητική διαχείριση). Ποιος είναι ο ρόλος των εξωτερικών μελών; Σύμφωνα με το σχέδιο νόμου, ως εξωτερικά μέλη είναι δυνατόν να επιλέγονται «Καθηγητές Πανεπιστημίων της αλλοδαπής, φυσικά πρόσωπα με ευρεία αναγνώριση ή συμβολή στον πολιτισμό, τις τέχνες, τα γράμματα ή τις επιστήμες, την οικονομία ή την κοινωνία, καθώς και εκπρόσωποι διεθνών οργανισμών ή κοινωνικών εταίρων». Τι αναμένεται να προσφέρουν τα εξωτερικά μέλη στο Συμβούλιο Διοίκησης;  Η συμμετοχή των προσώπων αυτών, όπως περιγράφονται στο νομοσχέδιο, έχει νόημα για τη συγκρότηση ενός Συμβουλίου του Ιδρύματος με συμβουλευτική αποστολή και όχι για τη συγκρότηση Συμβουλίου Διοίκησης. Τα εξωτερικά μέλη με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά δεν φαίνεται ότι μπορούν να προσφέρουν κάτι ουσιαστικό σε ένα ΣΔ και απλώς ενισχύουν την πλειοψηφία που θα προκύψει εντός των εσωτερικών μελών.                                                   

Η Σύγκλητος ασχολείται με τα προγράμματα σπουδών και το ακαδημαϊκό ημερολόγιο! Εννοείται ότι δεν μπορεί πλέον να ασκήσει κανέναν έλεγχο στην οικονομική ή διοικητική διαχείριση ή στον ΕΛΚΕ. Υποτίθεται ότι της ανήκει η χάραξη της εκπαιδευτικής και ερευνητικής πολιτικής του Ιδρύματος, αλλά το τετραετές στρατηγικό σχέδιο του Ιδρύματος, που περιλαμβάνει ζητήματα κομβικά για το Πανεπιστήμιο (ακαδημαϊκή και ερευνητική πολιτική, ενίσχυση της εξωστρέφειας και της διεθνοποίησης του Ιδρύματος, δια βίου μάθηση και εκπαίδευση κλπ), το εγκρίνει το ΣΔ χωρίς να απαιτείται σύμφωνη γνώμη της Συγκλήτου! Ακόμη και ο έλεγχος των Μητρώων Γνωστικών Αντικειμένων και των Μητρώων Εσωτερικών και Εξωτερικών Εκλεκτόρων – κατ’ εξοχήν ακαδημαϊκής φύσεως θέμα – γίνεται από το ΣΔ και όχι από τη Σύγκλητο! Η Σύγκλητος που εκπροσωπεί όλη την ακαδημαϊκή κοινότητα μετατρέπεται στην ουσία σε σώμα συμβουλευτικό και το ΣΔ καθίσταται πλέον το κεντρικό αποφασιστικό όργανο. Η δυνατότητα ελέγχου των πράξεων της Διοίκησης μεταφέρεται από το αντιπροσωπευτικό και ευρύ σώμα της Συγκλήτου στον στενό πυρήνα του ΣΔ. Το Συμβούλιο υποτίθεται ότι ελέγχει και τον Πρύτανη. Ο Πρύτανης, όμως, όχι μόνο έχει εκλεγεί/ οριστεί από αυτό, αλλά είναι μέλος του και μάλιστα προεδρεύει στις συνεδριάσεις του! Τέλος, το Πρυτανικό Συμβούλιο (Πρύτανης και Αντιπρυτάνεις) καταργείται! Οι Αντιπρυτάνεις σχεδόν εξαφανίζονται από τον χάρτη και παραμένουν ως απλά εκτελεστικά όργανα, καθώς δεν προέρχονται από κανενός είδους εκλογική διαδικασία, προτείνονται από τον Πρύτανη, ορίζονται από το ΣΔ και δεν αποτελούν μέλη ούτε του ΣΔ βεβαίως ούτε και της Συγκλήτου!

Η στροφή αυτή προς ένα μοντέλο διοίκησης το οποίο εμπιστεύεται την εξουσία σε ένα ολιγομελές σώμα έξι ατόμων (ή σε όσα εξ αυτών διαμορφώσουν μια εσωτερική πλειοψηφία) δεν μπορεί να αιτιολογηθεί με επιχειρήματα περί ενίσχυσης της λογοδοσίας και του αυτοδιοίκητου και αυτός είναι ο λόγος που ηχούν λογικά τα αντίθετα επιχειρήματα περί ανάπτυξης παρασκηνιακών διεργασιών και διαπλοκής.

Η αναγκαία συνθήκη της πλήρους αυτοδιοίκησης είναι φανερό ότι καταστρατηγείται στο επίπεδο της εκλογής και της νομιμοποίησης των οργάνων διοίκησης. Ωστόσο, οι συνέπειες διαχέονται σε όλη την ακαδημαϊκή ζωή και λειτουργία και δεν αφορούν μόνο τη λειτουργία της διοίκησης. Η πλήρης αυτοδιοίκηση, όπως αναφέρθηκε στην αρχή, σχετίζεται άμεσα με την ύπαρξη της  ακαδημαϊκής ελευθερίας και την ελευθερία της διδασκαλίας και της έρευνας. Η δομή των νέων οργάνων διοίκησης, η κατανομή των αρμοδιοτήτων τους, ο αποκλεισμός αντιπροσωπευτικών σωμάτων της ακαδημαϊκής κοινότητας (π.χ. Συγκλήτου) από τη λήψη σημαντικών αποφάσεων στρατηγικού χαρακτήρα, η καθ’ υπερβολήν ρυθμιστική παρέμβαση σε πλήθος ζητημάτων που αποτελεί πρόκληση για το αυτοδιοίκητο – όλα αυτά δημιουργούν την αίσθηση ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία δοκιμάζεται. Επειδή μάλιστα η ακαδημαϊκή ελευθερία είναι υπαρξιακή προϋπόθεση της πανεπιστημιακής διδασκαλίας και έρευνας, είναι ανάγκη η αίσθηση αυτή να αναιρεθεί και να διαψευσθεί αμέσως με τη λήψη συγκεκριμένων μέτρων. Την πολυτέλεια πειραματισμών σε τόσο σημαντικά θέματα δεν την έχουμε.

Η πρόταση: Διατηρούνται τα όργανα διοίκησης του Πανεπιστημίου (νόμος 4692/20), καθώς και ο τρόπος εκλογής τους. Το Συμβούλιο Ιδρύματος, εφόσον θεσπιστεί, πρέπει να έχει συμβουλευτικό και όχι διοικητικό ή εποπτικό χαρακτήρα. Θα έχει ως αποστολή τη σύνδεση του Πανεπιστημίου με την ελληνική κοινωνία και τη διεθνή κοινότητα, την εξωστρέφεια, την εξεύρεση πόρων, κλπ. Ο ρόλος του θα είναι συμβουλευτικός στον Πρύτανη και το Πρυτανικό Συμβούλιο, χωρίς να εμπλέκεται στη Διοίκηση.

[1] Στην παράγραφο 5 του άρθρου 16 του Συντάγματος αναφέρεται ότι «η Ανώτατη Εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση» και στην παράγραφο 1 αναγνωρίζεται ότι η ακαδημαϊκή ελευθερία και η ελευθερία της διδασκαλίας αποτελούν αξίες αδιαπραγμάτευτες, τις οποίες μόνο το καθήκον της υπακοής στο Σύνταγμα μπορεί να περιορίσει.

Exit mobile version