Μία σύγκριση ανάμεσα στον Ν. Καββαδία ως ποιητή της θάλασσας και τον Ο. Ελύτη ως επισκέπτη
Έκλεισαν ήδη 47 χρόνια από τότε που έφυγε ο ποιητής Νίκος Καββαδίας (10-2-1975). Ασυρματιστής, ποιητής μέχρι τα γεράματά του (γεννήθηκε το 1911) ταξιδευτής σε ποντοπόρα πλοία, αδέκαρος και χωρίς τιμές, γιατί τον ξέχασε η πατρίδα του.
Ένας Λουντέμης της θάλασσας. Αν όμως δεν ήταν ο Θ. Μικρούτσικος με τον πολυτραγουδισμένο όσο και αξιόλογο δίσκο των μελοποιημένων ποιημάτων του Ν. Καββαδία ελάχιστοι θα γνώριζαν για τον ασυρματιστή ποιητή. Οι τρεις συλλογές του Μαραμπού (1933), Πούσι (1947) και «Τραβέρσο» (1975) δεν έτυχαν καμίας ιδιαίτερης προβολής και ελάχιστα κέρδη προσπόρισαν στον Ν. Καββαδία. Την ίδια περίπου εποχή (1911-1996) ο Οδυσσέας Ελύτης γιος και αδελφός των εργοστασιαρχών σαπουνοποιΐας Αλεπουδέλη συγκεντρώνει εκτός από το οικογενειακό χρήμα ανάλογη παιδεία και ασύγκριτη δόξα. Αποκορύφωμα είναι το βραβείο Νόμπελ ποίησης που του δίνεται για λόγους –καραμανλικής– σκοπιμότητας το 1979, ακολουθώντας τον Γ. Σεφέρη στο δρόμο της εθνικής αίγλης.
Ο Οδ. Ελύτης, όταν οι διανοούμενοι της γενιάς έπαιρναν το δρόμο της πολιτικής προσφυγιάς και του οικονομικού ξεριζωμού, εγκαθίσταται στην Γαλλία (1948), όπου κι έχει σημαντικές κοσμικές επαφές με τους ανάλογους κύκλους. Το 1952 γυρίζει στην Ελλάδα χρονιά που εκτελείται ο Ν.Μπελογιάννης, και αργότερα διορίζεται διευθυντής στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (ΕΙΡ) το 1960. Του απονέμεται το α΄ κρατικό βραβείο ποίησης. Το 1975 αναγορεύεται σ’ επίτιμο διδάκτορα της Φιλοσοφικής του Αριστοτέλειου Παν/μίου Θεσσαλονίκης. Το 1979 παίρνει το βραβείο Νόμπελ.
Δύο ποιητές, δύο ζωές, δύο συγκρουόμενες πορείες. Ας τους δούμε με τα μάτια των στίχων τους. Η ποίηση του Ν. Καββαδία είναι ζώσα, πλαστική και άκρως βιωματική, όταν αναφέρεται στην θαλασσινή πραγματικότητα, ενώ του Οδ. Ελύτη εγκεφαλική, αριστοκρατική και απόμακρη, θυμίζοντας τεχνικές εργαστηρίων. Ο πρώτος δαμάζει τα κύματα, ο δεύτερος τα θαυμάζει.
Γράφει ο Ν. Καββαδίας σαν νάναι παρών
«Κάτασπρα φοράς και έχεις βραχεί
πλέκω σαλαμάστρα τα μαλλιά σου […]
…βλαστημά ο λοστρόμος τον καιρό
κ’ είν’ αλάργα τόσο η Τοκοπίλλα»
(Πούσι, 1947)
και ο λοστρόμος ξαναπαρουσιάζεται πειστικά και ρεαλιστικά
«Ο λοστρόμος κρατά μια καραβέλα
μισή μποτίλια τζιν και δυο μιγάδες»
(Στεριανή ζάλη- Πούσι)
Αντίθετα ο άνθρωπος του νομπελίστα είναι κατασκευασμένος
Κτήνος της αγριαχλαδιάς
Λιγνό άγουρο αγόρι
Ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου
κι η κοπελίτσα στην αντικρινή στεριά
να σιγοκαίγεται απ’ τις ορτανσίες
(Ήλιος ο πρώτος)
Ένας αυστηρότερος κριτής θα παρατηρούσε ότι ο στίχος «ο ήλιος ανάμεσα στα σκέλια σου» είναι αντιγραφή από τον Ν. Εγγονόπουλο «έχει μια ακακία ανάμεσα στα σκέλη». Σημειώνουμε ότι Εγγονόπουλος – Εμπειρίκος και ο πρώιμος Γκάτσος είναι η ιερή τριάδα του ελληνικού σουρεαλισμού.
Ο Ν. Καββαδίας λοιπόν βλέπει τη θάλασσα σαν ζωογόνα δύναμη, πλανεύτρα, αιματοποτισμένη, αγκαλιά με το θάνατο, αυλακωμένη από τις πορείες των πλοίων, ιδρωμένη από το μόχθο και τις αγωνίες των ανθρώπων της, ο δεύτερος σαν ξεναγός του Αιγαίου σαν καρτ ποστάλ για τουρίστες.
Γράφει ο Ελύτης «Δεν την αντέχω τη στεριά»
κι απαντάει ο Καββαδίας
«Σαλπάρουμε»! Μας περιμένουν στο Μπραζίλ
το πρόσωπό σου θα το μουσκέψει τ’ αγιάζι
ζεστόν αέρα κατεβάζει το μπουγάζι
μα ούτε φουστάνι στη στεριά ούτε μαντήλι»
(Cambays Water)
Ο Ελύτης θέλει ως εικονοσυλλέκτης να φωτογραφίσει την εικόνα, να περάσει ενδεχόμενα στο πεδίο του συμβολισμού και ταυτόχρονα να καυχηθεί για το απαστράπτων λεκτικό εύρημά του.
«Πέρκες από τις δαχτυλιές του κακού ψαρά
ξέρες περήφανες στις πετονιές του ήλιου»
και για τη γυναίκα
«η κούκλα μου κάνει μπάνιο στη νυχτιά
και γαργαλάει τους γρύλους»
Έτσι που ο μελετητής Π. Σπανδωνίδης θα γράψει «Στην ποίηση του Ελύτη προβάλλει η αγωνία για τη μορφή. Ενώ σημαίνουν οι ώρες για την ανακάλυψη του νέου προορισμού της Τέχνης γυρνάει πάλι στην αγωνία της μορφής. Αυτό κάνει ο Ελύτης. Έχει αγωνία για τη μορφή».
Ας δούμε ξανά τον Ν. Καββαδία
«Πλέμε σε μια θάλασσα γιομάτη
με λογής παράξενα φυτά
ένας γέμος ήλιος μας κοιτά
και μας κλείνει που και που το μάτι».
Ενώ η «γυναίκα» του
«Ύστερα σ’ είδα στη Μαρσίλια σαν εχάθηκες
μέσα στο θόρυβο χωρίς να στρέψεις πίσω.
Κι εγώ, που μόνο την υγρή έκταση αγάπησα
λέω πως εσένα θα μπορούσα ν’ αγαπήσω.»
(Α bord de Aspasia-Μαραμπού)
Θα μπορούσε κάποιος ν’ αντιτείνει πως η ποίηση εκτός από «ανακάλυψη» είναι και «εφεύρεση». Εκτός από αποτύπωση εικόνων, σχέσεων, πράξεων είναι και μία πνευματική σύλληψη που χρησιμοποιεί το λόγο. Έτσι είναι, αλλά στη μία περίπτωση γίνεται εμμονή, μανιέρα, εναγώνια αναζήτηση, ενώ στην άλλη όχθη κελαρυστό νερό το οποίο ποτίζει άνυδρα τοπία.
Ας παρακολουθήσουμε και πάλι εικόνες του νομπελίστα.
«Πάει το ναυτάκι του περιβολιού»
«λαμπρή στα φύκια του ουρανού»
«μια μαχαιριά στου ήλιου τα ψαχνά»
«σιγά-σιγά η μικρή Πορτοκαλένια»
«Τα πράσινα πουλιά σχίζουν τα όνειρά μου»
«στον αφρό των χόρτων οι μουριές ανοίγουν τα πανιά»
«εκεί που ανοίγει ο αχινός τους γρίφους του νερού»
«και πέρα – πέρα ένα βαπόρι με φουγάρα κόκκινα»
«στο μυχό της ψυχής μου αράζει στόλος άστρων»
«όπως στις αμμουδιές σε ξαναβρίσκει ο ήλιος»
«μες στη γυμνή σου υγεία ο ουρανός»
«σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης»
«το ζουζούνι αυτό που πιπιλάει τα κλήματα»
«θα πας να βρεις τη θηλυκή σου κοίτη αναποδογυρίζοντας ένα λιβάδι»
Αντίθετα, στη ρέουσα θαλασσινή ποίηση του Ν. Καββαδία, παρελαύνουν οι φυλές μ’ ένα ποιητικό διεθνισμό.
Ο λοστρόμος βλαστημά τον καιρό
Μια μιγάδα που κλαίει και μια μποτίλια
Οι κούληδες τρώνε σκυφτοί ρύζι με κάρι
Οι Νάγκο χορεύουν στην Ασία
Δούλευε το φτυάρι σου μαύρε του Μαρόκου
Φωτιές ανάβουνε στην άμμο ιθαγενείς
Διπλά φορώντας των Ίνκας τα σκουλαρίκια
Κοπέλες απ’ το Δίστομο φέρτε νερό και ξύδι
Ξέχασε εκείνο το σκοπό που λέγανε οι Χιλιανοί
Που σου χαράξαν Κινέζοι πειρατές στις λαγόνες
Μας σπρώχνουν προς τη θάλασσα με τόξα οι Παταγόνες
Το κορίτσι νυστάζει στην Καράστρα
Βλέπω στο Λονδίνο εγώ τη Funny
Γουίλιαμ, γέλα στο βυθό φλεγματικά
Τότες που σ’ έφεραν κατσιβέλες στην μπόλια.
Επίτηδες υπογραμμίσαμε τα ρήματα των στίχων ώστε ο αναγνώστης να δει τη διαφορά. Ανάμεσα στην ενεργητική, ακραία πολλές φορές, δυναμική των στίχων του Ν. Καββαδία και την αδιάφορη ματιά του Ο. Ελύτη. Αυτά όσον αφορά στη θάλασσα.
Αλλά μας παρωθεί και μια σημείωση για την κατοχή.
Η ομάδα των Νέων Γραμμάτων με «αρχηγό» τον Γ. Σεφέρη διαλύθηκε. Ο Γ. Σεφέρης πήγε στο Κάιρο όπου βυσσοδομούσαν ενάντια στο ΕΑΜ οι Άγγλοι και από εκεί γύρισε –μέσω Ιταλίας– στην πολύπαθη πατρίδα. Ο Ο. Ελύτης ούτε φωνή ούτε ακρόαση. Πολλά χρόνια αργότερα, όταν πήγε στο Παρίσι, γνώρισε αντιστασιακούς, άκουσε για κατοχικές φρικαλεότητες, τύπωσε το βιβλίο «Άσμα ηρωϊκό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας». Ο ποιητής φεύγει για λίγο από το Αιγαίο και μιλάει για τον πόλεμο. Παρόλον τον κοσμοπολιτισμό του όμως στο έργο του δεν υπάρχει ο ξένος, ο αλλοδαπός, ο νέγρος, ο μιγάδας. Ο εργαστηριακός του λόγος είναι αποστειρωμένος, αποκαρωμένος από τη ζεστασιά των ανθρώπων, τη σκληράδα της ζωής και τη φρίκη της μάχης.
«Τα φρούτα φτύνουν το κουκούτσι τους» ή «κάθε βροντή ένας θάνατος καβάλα στον αέρα» (Άσμα ηρωϊκό…)
Γι’ αυτό ξαναδιαβάζουμε τον ερημίτη-ταξιδευτή
Από να φοβάμαι και να καρτερώ
Κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα
(Ν. Καββαδίας – Πούσι)
Δύο κόσμοι…
Θανάσης Τσιριγώτης