Notice: Function _load_textdomain_just_in_time was called incorrectly. Translation loading for the jnews-view-counter domain was triggered too early. This is usually an indicator for some code in the plugin or theme running too early. Translations should be loaded at the init action or later. Please see Debugging in WordPress for more information. (This message was added in version 6.7.0.) in /chroot/home/newspedia/newspedia.gr/html/wp-includes/functions.php on line 6114
Ο άρπαγας που άρχισε να γίνεται ανθρώπινος - Newspedia.gr

Ο άρπαγας που άρχισε να γίνεται ανθρώπινος

«Θα πας στην τράπεζα να πάρεις δάνειο. Θα φτιάξεις εργοστάσιο επεξεργασίας πιπεριάς. Θα κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα. Δεν έχει κανένας εδώ στην περιοχή μας. Οι πωλήσεις είναι εξασφαλισμένες» – Γράφει ο Νίκος Τσουλιας

“Δεν θα έχετε πολλά πάρε – δώσε με τα παιδιά του χωριού. Εσείς θα και θα ζήσετε μακριά από εδώ, στην πόλη. Εκεί είναι το μέλλον σας. Τα άλλα παιδιά θα μείνουν εδώ, αγρότες άντε και κανένας εργάτης στο εργοστάσιό μας”.

Μα και ο ίδιος δεν είχε πολλά – πολλά με τους συγχωριανούς του. Λιγοστές οι φορές που πήγαινε στα καφενεία, μα ούτε και στην εκκλησία ήταν τακτικός επισκέπτης, αν και σε εκείνους τους καιρούς ο εκκλησιασμός δεν ήταν μόνο υπόθεση σεβασμού αλλά και ξεκούρασης από τις σκληρές δουλειές των χωραφιών.

“Θα πας στην τράπεζα να πάρεις δάνειο. Θα φτιάξεις εργοστάσιο επεξεργασίας πιπεριάς. Θα κανονίσω εγώ τα υπόλοιπα. Δεν έχει κανένας εδώ στην περιοχή μας. Οι πωλήσεις είναι εξασφαλισμένες. Έχω ήδη μιλήσει στο Υπουργείο. Θα κάνουμε εξαγωγές. Κέρδη εξασφαλισμένα”. Του το είχε πει με νόημα ο τοπικός βουλευτής σε εκείνα τα σκληρά χρόνια της δεκαετίας του 1960.

Όλοι ήξεραν ότι ο κυρ – Δημήτρης ήταν ο άνθρωπος του βουλευτή. Όχι, δεν ήταν πρόεδρος του χωριού. Δεν χρειαζόταν. Αυτός κανόνιζε τις μεγάλες υποθέσεις του χωριού: αν θα φτιαχτούν δρόμοι, αν θα έρθει το νερό με βρύσες στις πλατείες για να μην τρέχουν οι γυναίκες μακριά στα πηγάδια, αν θα μπει σε νοσοκομείο ο άρρωστος, αν θα βρεθεί καμιά δουλειά στην Αθήνα, αν θα δοθεί δάνειο από την τράπεζα…

Τον σεβόντουσαν ή τον φοβόντουσαν; Κανένας δεν ήξερε ακριβώς. Πάντως όσους πήρε στο εργοστάσιό του ήταν τυχεροί. Σταθερό μεροκάματο βρέξει – χιονίσει. Τι και αν δούλευαν σαν τα σκυλιά και ατέλειωτες ώρες και όποτε ήθελε αυτός σχολούσαν; Έτσι δεν έκαναν και στις δικές τους δουλειές, ήλιο με ήλιο δεν ήταν στα χωράφια τους και μάλιστα με τα φτωχά εισοδήματά τους στο έλεος του καιρού; Σχεδόν όλοι αναγκάζονταν να ξενοδουλεύουν, αφού τα χωράφια τους και τα ζωντανά τους ήταν λιγοστά και τα στόματα πολλά. Που να χορτάσουν. Μόνο που δεν έβρισκαν δουλειά και έφευγαν με το σκοτάδι της νύχτας καβάλα στα άλογα για να φτάσουν αχάραγο στην κοντινή πόλη για να βρουν κανένα μεροκάματο.

Έλεγχε τα πάντα στο χωριό. Δάνειζε εύκολα σε όποιον είχε ανάγκη. Η επιστροφή ήταν πάντα στο διπλάσιο και αν δεν μπορούσε να γίνει, άρπαζε την περιουσία, ακόμα και τα ζώα έπαιρνε σαν αποτέλειωναν τα χωράφια. “Ο άρπαγας”, έλεγαν από μέσα τους οι άνθρωποι της φτώχειας. Πλούτιζε όλο και περισσότερο. Έφυγαν τα παιδιά του, ένα αγόρι και δύο κορίτσια, και . Και όταν έρχονταν πίσω για διακοπές, με το εργοστάσιο και μόνο ασχολούνταν.

Η φτώχεια θέριζε το μικρό χωριό. Δεν έλεγε να φύγει. Και όλο και περισσότερο οι κάτοικοι δανείζονταν και έχαναν τα καλύτερα κομμάτια των περιουσιών τους. “Ο άρπαγας”, έλεγαν, μήπως και ξορκίσουν το κακό. Κανένας δεν τολμούσε να του αντιμιλήσει, να του πει να επιστρέφουν τα δανεικά με κάποιο λογικό τόκο. Οι νέοι του χωριού τσακώνονταν με τους πατεράδες τους, που ήταν τόσο υποταγμένοι και δεν υπερασπίζονταν το δίκιο τους. Και είχαν πια έναν λόγο παραπάνω να φύγουν μετανάστες.

Σαν πέρασαν τα χρόνια, κάποιο φως άρχισε να φαίνεται. Οι νέοι έστελναν χρήματα από την Αθήνα και άρχισαν να σβήνονται τα βερεσέδια από τα μπακάλικα. Εμφανίστηκαν και κάποια στιγμή και τα εγγόνια του κυρ – Δημήτρη. Μα δεν κανένας δεν τα έβλεπε πουθενά. Μέχρι που άρχισαν να κυκλοφορούν φήμες και κουτσομπολιά. Και τα δύο εγγόνια είχαν σοβαρή αναπηρία. “Δεν γιατρεύονται, τα έχει στείλει και στο εξωτερικό”, έλεγαν οι κακές γλώσσες.

“Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα”, έλεγαν ο ένας στον άλλο, “η γενιά του άρπαγα δεν θα συνεχιστεί”. “Μα τι φταίνε τα μικρά παιδιά”, τόνιζαν με θυμό οι πιο λογικοί, “ο Θεός να τα βοηθήσει”. Και σαν περνούσαν οι καιροί και άρχισαν να εμφανίζονται τα εγγόνια, το μίσος μαλάκωνε.

Η στεναχώρια των χωρικών μεγάλωνε. Μόνο που τώρα ήταν άλλη στεναχώρια. Άρχισαν προσεκτικά και με επιφυλάξεις να συμπαραστέκονται στον κυρ – Δημήτρη και στην οικογένειά του. Η συμπόνοια και η αγάπη μαλάκωναν το μίσος.
 

Exit mobile version