Το Πάσχα των παιδικών χρόνων δεν μένει πάντα ανεξίτηλο, πάντα επιθυμητό στον κόσμο της νοσταλγίας κάθε φορά που η μεγάλη μα και παράξενη Γιορτή, του θανάτου και της ζωής, κάνει τον κύκλο της και βρίσκεται μπροστά μας;
Αναρωτιέμαι: μα τι να είναι ο χρόνος τελικά; Δεν είναι ο απόλυτος δυνάστης, που μας φορτώνει συνεχώς φορτίο μέχρι να τελειώσει το βάρος που η ζωή μας μπορεί να σηκώσει και μετά ξαναγυρίζουμε στην ανυπαρξία; Ωστόσο, δεν είναι η μνήμη που τρέφεται από τον ίδιο τον χρόνο και μας γυρίζει σε ομορφιές του εαυτού μας; Δεν είναι σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος υπηρέτης μας και δούλος μας, αφού μέσα από την πνοή του παρελθόντος και της νοσταλγίας μας τον μηδενίζουμε;
Εντάξει, είναι κοινό μυστικό. Πάντα γίνεται ωραιοποίηση του παρελθόντος – ας είναι παρελθόν βουτηγμένο μέσα στη φτώχεια. Μα αυτό δεν είναι γοητεία της ζωής, να βαστάμε και να φωτίζουμε πιο πολύ τα καλά γεγονότα μας και να κάνουμε στην άκρη ή και να μηδενίζουμε τα άσχημα συμβάντα του βίου μας; Και ακόμα, η νοσταλγία δεν είναι το πιο σταθερό νήμα της ομορφιάς μας – μαζί με εκείνο του ονείρου -, που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο γερό;
Σκέπτομαι και λέω και κάτι άλλο. Μήπως η νοσταλγία είναι η συνεχής και δια βίου επιστροφή μας στην Εστία μας – στην Ιθάκη μας – που δεν είναι άλλη από την παιδική μας ηλικία;
Κάθε φορά που έρχεται η σκέψη μας ταξιδεύει στο «τότε», στο «κάποτε», στο «μια φορά». Κάνει συγκρίσεις – θέλουμε δεν θέλουμε. Το μυαλό μας δεν το οδηγεί το συναίσθημα των χρόνων της αθωότητας, των φόβων, των αποριών, των φαντασιώσεων, των ονείρων; Ξαναγυρίζουμε πίσω. Όχι απλά για να θυμηθούμε ούτε για να στοχαστούμε γενικά και αόριστα. Γυρίζουμε πίσω για να ξαναπιάσουμε τα μεγάλα ερωτήματα, που μάλλον δεν τα έχουμε απαντήσει ποτέ.
Να ξαναδούμε τα ερωτήματα που φοβόμασταν να τα φέρουμε στη γλώσσα μας, γιατί νομίζαμε ότι τα ξέρουν οι μεγάλοι και ότι άμα τα ρωτήσεις, δείχνεις ανεπαρκής. Τι είναι θάνατος; Πού πάμε όταν πεθαίνουμε; Πώς αναστήθηκε ο Χριστός; Αναστήθηκε πράγματι και πού πήγε, που υπάρχει;
Ναι, τα μεταφυσικά ερωτήματα του ανθρώπου του Χριστιανικού κόσμου έχουν προκληθεί κυρίως από το θρησκευτικό φαινόμενο. Και εκεί το υφάδι των ερμηνειών δεν το έχει ο ορθολογισμός αλλά η πίστη. Αλλά τι είναι πίστη; Πώς παραχωρούμε κάτι πολύ βασικό στο δόγμα, στο εξ ορισμού απροσπέλαστο και απροσέγγιστο, όταν τα πάντα τα ερμηνεύουμε με τη λογική;
Αλλά δεν εγείρει μόνο τις υπαρξιακές αγωνίες. Έχει και λατρευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό σύμπαν – και μάλλον με αυτό κυρίως βιώνουμε κάθε χρόνο τον ερχομό του. Παλιότερα είχαμε σ’ αυτό το σύμπαν και τη φύση, την άνοιξη της φύσης και τα νέα σκιρτήματα της ζωής: στους θαλερούς βλαστούς, στους λουλουδένιους χρωματισμούς, στους ορίζοντες τους φωτεινούς.
Μα και το λατρευτικό στερέωμα υποτάχτηκε στις κρατούσες αξίες του καταναλωτισμού και της εμπορευματοποίησης. Τι και αν μας μάζεψε η παρατεταμένη κρίση και η πανδημία; Η σκέψη μας είναι σε αυτό τον χαμένο παράδεισο της απόλαυσης των υλικών αγαθών.
Αλλά αν θέλουμε να βρούμε τα παλιά Πασχαλιάτικα βήματά μας, πρέπει να αποφλοιώσουμε όλη τη συσσωρευμένη αλλοτρίωση του αγοραίου τρόπου ζωής μας. Αλλιώς τίποτα δεν γίνεται. Το να θυμηθούμε κάτι από τα παλιά δεν λέει τίποτα. Μια πρόσκαιρη γεύση χαράς είναι, που θα χαθεί με το πέρασμα της Γιορτής.
Για να ξαναβρούμε τα πρωτόλεια ερωτήματά μας απαιτείται ταπεινότητα και πνευματική άσκηση. Να στοχαστούμε πάνω στο γυμνό πυρήνα της ζωής και της ύπαρξης. Και κυρίως να δίνουμε κάθε μέρα νόημα στη ζωή μας.
Και το νόημα της ζωής μας είναι η Αγάπη. Τα ερωτήματα αλλάζουν τώρα. Έχουμε μάθει να αγαπάμε; Μπορούμε να αγαπήσουμε; Καλλιεργούμε την Αγάπη; Βιώνουμε και αγωνιζόμαστε για μια κουλτούρα Αγάπης, που είναι και η πραγματική Ελευθερία, η απόλυτη Ομορφιά του ανθρώπου;
Χρόνια Πολλά!
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
Το Πάσχα των παιδικών χρόνων δεν μένει πάντα ανεξίτηλο, πάντα επιθυμητό στον κόσμο της νοσταλγίας κάθε φορά που η μεγάλη μα και παράξενη Γιορτή, του θανάτου και της ζωής, κάνει τον κύκλο της και βρίσκεται μπροστά μας;
Αναρωτιέμαι: μα τι να είναι ο χρόνος τελικά; Δεν είναι ο απόλυτος δυνάστης, που μας φορτώνει συνεχώς φορτίο μέχρι να τελειώσει το βάρος που η ζωή μας μπορεί να σηκώσει και μετά ξαναγυρίζουμε στην ανυπαρξία; Ωστόσο, δεν είναι η μνήμη που τρέφεται από τον ίδιο τον χρόνο και μας γυρίζει σε ομορφιές του εαυτού μας; Δεν είναι σε αυτή την περίπτωση ο χρόνος υπηρέτης μας και δούλος μας, αφού μέσα από την πνοή του παρελθόντος και της νοσταλγίας μας τον μηδενίζουμε;
Εντάξει, είναι κοινό μυστικό. Πάντα γίνεται ωραιοποίηση του παρελθόντος – ας είναι παρελθόν βουτηγμένο μέσα στη φτώχεια. Μα αυτό δεν είναι γοητεία της ζωής, να βαστάμε και να φωτίζουμε πιο πολύ τα καλά γεγονότα μας και να κάνουμε στην άκρη ή και να μηδενίζουμε τα άσχημα συμβάντα του βίου μας; Και ακόμα, η νοσταλγία δεν είναι το πιο σταθερό νήμα της ομορφιάς μας – μαζί με εκείνο του ονείρου -, που όσο περνάνε τα χρόνια γίνεται όλο και πιο γερό;
Σκέπτομαι και λέω και κάτι άλλο. Μήπως η νοσταλγία είναι η συνεχής και δια βίου επιστροφή μας στην Εστία μας – στην Ιθάκη μας – που δεν είναι άλλη από την παιδική μας ηλικία;
Κάθε φορά που έρχεται η σκέψη μας ταξιδεύει στο «τότε», στο «κάποτε», στο «μια φορά». Κάνει συγκρίσεις – θέλουμε δεν θέλουμε. Το μυαλό μας δεν το οδηγεί το συναίσθημα των χρόνων της αθωότητας, των φόβων, των αποριών, των φαντασιώσεων, των ονείρων; Ξαναγυρίζουμε πίσω. Όχι απλά για να θυμηθούμε ούτε για να στοχαστούμε γενικά και αόριστα. Γυρίζουμε πίσω για να ξαναπιάσουμε τα μεγάλα ερωτήματα, που μάλλον δεν τα έχουμε απαντήσει ποτέ.
Να ξαναδούμε τα ερωτήματα που φοβόμασταν να τα φέρουμε στη γλώσσα μας, γιατί νομίζαμε ότι τα ξέρουν οι μεγάλοι και ότι άμα τα ρωτήσεις, δείχνεις ανεπαρκής. Τι είναι θάνατος; Πού πάμε όταν πεθαίνουμε; Πώς αναστήθηκε ο Χριστός; Αναστήθηκε πράγματι και πού πήγε, που υπάρχει;
Ναι, τα μεταφυσικά ερωτήματα του ανθρώπου του Χριστιανικού κόσμου έχουν προκληθεί κυρίως από το θρησκευτικό φαινόμενο. Και εκεί το υφάδι των ερμηνειών δεν το έχει ο ορθολογισμός αλλά η πίστη. Αλλά τι είναι πίστη; Πώς παραχωρούμε κάτι πολύ βασικό στο δόγμα, στο εξ ορισμού απροσπέλαστο και απροσέγγιστο, όταν τα πάντα τα ερμηνεύουμε με τη λογική;
Αλλά δεν εγείρει μόνο τις υπαρξιακές αγωνίες. Έχει και λατρευτικό, κοινωνικό και πολιτιστικό σύμπαν – και μάλλον με αυτό κυρίως βιώνουμε κάθε χρόνο τον ερχομό του. Παλιότερα είχαμε σ’ αυτό το σύμπαν και τη φύση, την άνοιξη της φύσης και τα νέα σκιρτήματα της ζωής: στους θαλερούς βλαστούς, στους λουλουδένιους χρωματισμούς, στους ορίζοντες τους φωτεινούς.
Μα και το λατρευτικό στερέωμα υποτάχτηκε στις κρατούσες αξίες του καταναλωτισμού και της εμπορευματοποίησης. Τι και αν μας μάζεψε η παρατεταμένη κρίση και η πανδημία; Η σκέψη μας είναι σε αυτό τον χαμένο παράδεισο της απόλαυσης των υλικών αγαθών.
Αλλά αν θέλουμε να βρούμε τα παλιά Πασχαλιάτικα βήματά μας, πρέπει να αποφλοιώσουμε όλη τη συσσωρευμένη αλλοτρίωση του αγοραίου τρόπου ζωής μας. Αλλιώς τίποτα δεν γίνεται. Το να θυμηθούμε κάτι από τα παλιά δεν λέει τίποτα. Μια πρόσκαιρη γεύση χαράς είναι, που θα χαθεί με το πέρασμα της Γιορτής.
Για να ξαναβρούμε τα πρωτόλεια ερωτήματά μας απαιτείται ταπεινότητα και πνευματική άσκηση. Να στοχαστούμε πάνω στο γυμνό πυρήνα της ζωής και της ύπαρξης. Και κυρίως να δίνουμε κάθε μέρα νόημα στη ζωή μας.
Και το νόημα της ζωής μας είναι η Αγάπη. Τα ερωτήματα αλλάζουν τώρα. Έχουμε μάθει να αγαπάμε; Μπορούμε να αγαπήσουμε; Καλλιεργούμε την Αγάπη; Βιώνουμε και αγωνιζόμαστε για μια κουλτούρα Αγάπης, που είναι και η πραγματική Ελευθερία, η απόλυτη Ομορφιά του ανθρώπου;
Χρόνια Πολλά!
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες