Το ερώτημα πάντως παραμένει: Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο των αυριανών πολιτών που για εκείνους όλοι οι ιθύνοντες καμώνονται πως κόπτονται;
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως δεν γνωρίζει που «πέφτει» γεωγραφικά ο τόπος καταγωγής του; Θα μπορούσε να ισχυριστεί σε ένα τηλεπαιχνίδι πως η Ναύπακτος είναι νησί; Και όλα αυτά ανερυθρίαστα; Δυστυχώς, στην Ελλάδα την εποχή της περίφημης «Τέταρτης Βιομηχανική Επανάστασης» όλα αυτά από μαθησιακής απόψεως, συνιστούν μια κανονικότητα.
Οπουδήποτε μπορεί να συναντήσει κανείς μαθητές από 15-18 ετών που μπορεί μεν να εντάσσονται με άνεση στην μεθοδολογία και την συνέπεια των απαιτήσεων του προγράμματος των, αλλά στην ουσία να είναι απαίδευτοι. Εμποτισμένοι πλήρως από τις σύγχρονες μορφές αναλφαβητισμού: τον γλωσσικό, τον ιστορικό, τον μαθηματικό και τον γεωγραφικό. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, στο παραπάνω σκεπτικό και τον ηλεκτρονικό, αναλφαβητισμό, αλλά η σύνδεση των νέων με την τεχνολογία και η ευκολία από μέρους τους χειρισμού κινητών και παιχνιδομηχανών, μετριάζει κάπως αυτή την αλγεινή εντύπωση. Η άποψη πως «οι Έλληνες μαθητές διαβάζουν πολύ αλλά ελάχιστα κατανοούν» είναι μια πικρή αλήθεια.
Το ερώτημα πάντως παραμένει: Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο των αυριανών πολιτών που για εκείνους όλοι οι ιθύνοντες καμώνονται πως κόπτονται; Γιατί εύκολα φτάνουμε στο συμπέρασμα πως αν για κάποιους, η πρωτεύουσα της Ευρυτανίας είναι άγνωστη, τότε γιατί η Μακεδονία να μην ανήκει στους συμπαθείς καθόλα Σκοπιανούς; Είναι πρόδηλο πως η συγκεκαλυμμένη αμάθεια της ταλαίπωρης δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα «πλάθει» πολίτες που στο μέλλον όταν θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις, να τους φανεί πολύ λογικό πως τα «μνημόνια θα σκιστούν με ένα νόμο και ένα άρθρο» ή ότι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός της χώρας(αν τυχαίνει να τον γνωρίζουν) «συνομιλεί που και που με τον Ύψιστο»…
Οι εποχές όμως αλλάζουν και μαζί τους μεταβάλλονται και οι μηχανισμοί καταξίωσης. Οι νέοι σήμερα δεν αισθάνονται περήφανοι για όσα ξέρουν ή για όσα μπορούν να υποστηρίξουν. Θεωρούν την διαδικασία της γνώσης μια ανιαρή και αχρείαστη διαδικασία, με εξοντωτικές λεπτομέρειες που οφείλουν να αποστηθίσουν, την καλύτερη στιγμή μάλιστα της νεότητας τους. Η αποδοχή και η απήχηση που απολαμβάνουν στα , είναι προτιμότεροι δείκτες που λειτουργούν σαν «ανελκυστήρες» στην εικόνα τους απέναντι στους άλλους. Και όσο πιο πλαστή αυτή η εικόνα, τόσο καλύτερα αισθάνονται οι ίδιοι.
Ακόμα, η ευκολία μιας ζωής που δεν έχει τίποτα, παρά μόνο υλικές ανέσεις τους γοητεύει και τους κερδίζει. Η υπολειτουργία μάλιστα των θεσμών όπως η οικογένεια, το σχολείο και η πνευματική τάξη του τόπου, συντηρούν την παραπάνω στρεβλή κατάσταση. Ειδικότερα, η οικογένεια εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, δικαιολογεί τον ρόλο της μέσω της παρουσίας της στην οικονομική στήριξη του νέου, την στιγμή που η εκπαίδευση είναι μέχρι κεραίας «βυθισμένη» στην πνευματοκτόνα μηχανιστική μάθηση. Από την άλλη η εκκωφαντική σιωπή του πνευματικού κόσμου, ιδιαίτερα κατά την πανδημία, υπήρξε παροιμιώδης.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν να ξεπερνούν τετριμμένες έννοιες όπως «εθνικός διάλογος για την Παιδεία» ή «εθνικό σχέδιο». Η κοινωνική συναίνεση γύρω από έναν κεντρικό θεσμό της Ελληνικής πολιτείας, που πρέπει να αλλάξει, είναι την τη στιγμή μια αδήριτη εθνική ανάγκη.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
Το ερώτημα πάντως παραμένει: Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο των αυριανών πολιτών που για εκείνους όλοι οι ιθύνοντες καμώνονται πως κόπτονται;
Θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως δεν γνωρίζει που «πέφτει» γεωγραφικά ο τόπος καταγωγής του; Θα μπορούσε να ισχυριστεί σε ένα τηλεπαιχνίδι πως η Ναύπακτος είναι νησί; Και όλα αυτά ανερυθρίαστα; Δυστυχώς, στην Ελλάδα την εποχή της περίφημης «Τέταρτης Βιομηχανική Επανάστασης» όλα αυτά από μαθησιακής απόψεως, συνιστούν μια κανονικότητα.
Οπουδήποτε μπορεί να συναντήσει κανείς μαθητές από 15-18 ετών που μπορεί μεν να εντάσσονται με άνεση στην μεθοδολογία και την συνέπεια των απαιτήσεων του προγράμματος των, αλλά στην ουσία να είναι απαίδευτοι. Εμποτισμένοι πλήρως από τις σύγχρονες μορφές αναλφαβητισμού: τον γλωσσικό, τον ιστορικό, τον μαθηματικό και τον γεωγραφικό. Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, στο παραπάνω σκεπτικό και τον ηλεκτρονικό, αναλφαβητισμό, αλλά η σύνδεση των νέων με την τεχνολογία και η ευκολία από μέρους τους χειρισμού κινητών και παιχνιδομηχανών, μετριάζει κάπως αυτή την αλγεινή εντύπωση. Η άποψη πως «οι Έλληνες μαθητές διαβάζουν πολύ αλλά ελάχιστα κατανοούν» είναι μια πικρή αλήθεια.
Το ερώτημα πάντως παραμένει: Ποιο είναι το γνωστικό υπόβαθρο των αυριανών πολιτών που για εκείνους όλοι οι ιθύνοντες καμώνονται πως κόπτονται; Γιατί εύκολα φτάνουμε στο συμπέρασμα πως αν για κάποιους, η πρωτεύουσα της Ευρυτανίας είναι άγνωστη, τότε γιατί η Μακεδονία να μην ανήκει στους συμπαθείς καθόλα Σκοπιανούς; Είναι πρόδηλο πως η συγκεκαλυμμένη αμάθεια της ταλαίπωρης δημόσιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα «πλάθει» πολίτες που στο μέλλον όταν θα κληθούν να πάρουν αποφάσεις, να τους φανεί πολύ λογικό πως τα «μνημόνια θα σκιστούν με ένα νόμο και ένα άρθρο» ή ότι ο εκάστοτε Πρωθυπουργός της χώρας(αν τυχαίνει να τον γνωρίζουν) «συνομιλεί που και που με τον Ύψιστο»…
Οι εποχές όμως αλλάζουν και μαζί τους μεταβάλλονται και οι μηχανισμοί καταξίωσης. Οι νέοι σήμερα δεν αισθάνονται περήφανοι για όσα ξέρουν ή για όσα μπορούν να υποστηρίξουν. Θεωρούν την διαδικασία της γνώσης μια ανιαρή και αχρείαστη διαδικασία, με εξοντωτικές λεπτομέρειες που οφείλουν να αποστηθίσουν, την καλύτερη στιγμή μάλιστα της νεότητας τους. Η αποδοχή και η απήχηση που απολαμβάνουν στα , είναι προτιμότεροι δείκτες που λειτουργούν σαν «ανελκυστήρες» στην εικόνα τους απέναντι στους άλλους. Και όσο πιο πλαστή αυτή η εικόνα, τόσο καλύτερα αισθάνονται οι ίδιοι.
Ακόμα, η ευκολία μιας ζωής που δεν έχει τίποτα, παρά μόνο υλικές ανέσεις τους γοητεύει και τους κερδίζει. Η υπολειτουργία μάλιστα των θεσμών όπως η οικογένεια, το σχολείο και η πνευματική τάξη του τόπου, συντηρούν την παραπάνω στρεβλή κατάσταση. Ειδικότερα, η οικογένεια εξαιτίας της οικονομικής κατάστασης, δικαιολογεί τον ρόλο της μέσω της παρουσίας της στην οικονομική στήριξη του νέου, την στιγμή που η εκπαίδευση είναι μέχρι κεραίας «βυθισμένη» στην πνευματοκτόνα μηχανιστική μάθηση. Από την άλλη η εκκωφαντική σιωπή του πνευματικού κόσμου, ιδιαίτερα κατά την πανδημία, υπήρξε παροιμιώδης.
Όλα τα παραπάνω δείχνουν να ξεπερνούν τετριμμένες έννοιες όπως «εθνικός διάλογος για την Παιδεία» ή «εθνικό σχέδιο». Η κοινωνική συναίνεση γύρω από έναν κεντρικό θεσμό της Ελληνικής πολιτείας, που πρέπει να αλλάξει, είναι την τη στιγμή μια αδήριτη εθνική ανάγκη.
Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός και εργάζεται στην ιδιωτική δευτεροβάθμια εκπαίδευση.
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες