Ήμουν κι εγώ εκεί. Αγκαζέ με σένα απ’ τη μια μεριά, κι απ’ τ’ άλλο χέρι με την επτάχρονη κόρη μου να κρατιέται σφιχτά, μα όχι από φόβο, αλλά από την ίδια έξαψη με τη δική μας, παρέα να περπατάμε και να διαδηλώνουμε
Και μήπως δεν είναι μια από κείνες τις στιγμές της ζωής που νιώθεις ότι πια το οξυγόνο δεν είναι αρκετό, δε φτάνει; Που νιώθεις ότι ακόμα κι αυτό που αναπνέεις δεν είναι αέρας ατόφια καθαρός, μα πιότερο μοιάζει με τοξικό ξεφύσημα ενός ανοίκειου αερικού, που όμως κουβαλάει την μπερδεμένα δυσάρεστη οσμή μέσα του, αλλά που κι αυτή σταδιακά δείχνει να θέλει να πηχτώσει, θαρρείς επίτηδες;
Και δεν είναι τότε που αρχίζεις να στριφογυρνάς ανήσυχα, να δυσανασχετείς; Να νιώθεις πως σπαταλιέσαι άδικα, ότι ξοδεύεσαι, κάπως σα να πέφτεις στο κενό, με ένα σάλτο που εσύ ποτέ δεν αποφάσισες, αλλά ένα αιχμηρό κεντρί για σένα;
Γι αυτό κι αρχίζεις να μιλάς, αρχίζεις να συζητάς, να ψάχνεσαι και να ρωτάς. Καθώς, βαθιά μέσα σου το ξέρεις, όλο αυτό δεν το αισθάνεσαι μονάχος. Μα μια κοινωνία ολάκερη μαζί με σένα. Νιώθετε το βάρος και τη δύσπνοια όλο και πιο πολλοί, βιώνετε το ολίσθημα, την εκτροπή, το πρόβλημα. Εδώ και καιρό. , βρήκε χώρο και βρεγμένο χώμα μ’ απόνερα για να συρθεί, με το βρωμερό του δέρμα να σπιλώσει, να λερώσει ό,τι ακουμπήσει, κι όποιον δύστυχο την ανάσα του μυρίσει. Πού; Παντού! Ακόμα, όμως, χειρότερα, μέσα κι έξω απ’ τα σχολειά μας. Κι έτσι, αναπόφευκτα, σήμερα, πολλοί, έρχεστε αντιμέτωποι μαζί του, αφού το ίδιο τέρας ακριβώς αντιμετώπισαν, χωρίς ούτε για μια στιγμή να δείλιασαν μπροστά στη σιχαμένη όψη του, και πιο παλιά, άλλοι επώνυμοι κι ανώνυμοι ήρωες του τότε, και με τους αγώνες τους παρακαταθήκη κι εντολή αφήκαν οι επόμενες γενιές το ίδιο να φερθούν: ξανά να το νικήσουν· ξανά να το τσακίσουν.
Αγκαζέ με σένα απ’ τη μια μεριά, κι απ’ τ’ άλλο χέρι με την επτάχρονη κόρη μου να κρατιέται σφιχτά, μα όχι από φόβο, αλλά από την ίδια έξαψη με τη δική μας, παρέα να περπατάμε και να διαδηλώνουμε. Στους δρόμους και στις πλατείες, στο κέντρο και στις γειτονιές, όπου κι όποτε ίσχυσε το κάλεσμα να γίνει η δίκαιη αγανάχτησή μας παρουσία ζωντανή, φωνή βροντής, καταγγελία και μορφή μιας πάλης ολότελα δικής μας, λαϊκής. Ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί με σένα. Να ενώνουμε τις φωνές μας, να λέμε τα συνθήματα, να πορευόμαστε πίσω απ’ το πανό, παίρνοντας κουράγιο ο ένας απ’ τον άλλον απ’ τον ζεστό μας λόγο, τον συναδερφικό. Κι από τ’ αγνά χαμόγελα που αντικρίζαμε κάθε φορά που γυρίζαμε τα πρόσωπά μας δεξιά κι αριστερά και πίσω, για να δούμε τα πρόσωπα όλων αυτών των καθάριων ψυχών, των συναγωνιστών, και να πάμε βήμα το βήμα ακόμα παρακάτω. Ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί σου. Όταν, στη διάρκεια της πορείας, βλέπαμε ανθρώπους ξαφνιασμένους να βγαίνουν στα μπαλκόνια για να δουν «τι είναι αυτό που γίνεται εκεί έξω;», έξω στους δρόμους των σπιτιών τους, κι αντίκριζαν κάτι μεγάλο, ζωντανό και ηχηρό, ένα ποτάμι ανθρώπινο, γεμάτο από παλμό. Νέων, γέρων και παιδιών, μαχητών, υποστηριχτών της ελευθερίας και της αγάπης. Ήμουν κι εγώ εκεί, μαζί σου. Να δω που στέγνωνε το στόμα σου απ’ την πολλή φωνή και χρειάστηκες νερό να το ξαναϋγράνεις, να δω τη συντρόφισσα να σου προσφέρει το δικό της πολύτιμο τούτες τις στιγμές σφραγισμένο μπουκάλι, μ’ ένα απαλό «Έλα, πιές, εγώ δεν το ’χω ανάγκη…». ‘Ήμασταν όλοι οι συνάδερφοι εκεί, δάσκαλοι, παιδαγωγοί. Που αναγνωρίζουν τους μαθητές τους παιδιά σαν τα παιδιά τους, και τους γονείς αυτών συμμάχους σε μιαν από κοινού προσπάθεια να διαμορφώσουμε μια Εκπαίδευση έτσι όπως τη φανταστήκαμε όλοι Εμείς που τη ζούμε καθημερινά.
Χρωστάμε. Στους παλιούς, στους σύγχρονους και στους μελλοντικούς. Τη διασφάλιση της ήρεμης πεποίθησης ότι ποτέ, κανένας αγώνας ενάντια στον φασισμό και στις ανίερες πρακτικές του δεν πήγε, δεν πάει κι ούτε θα πάει χαμένος. Τη σιγουριά ότι κάθε φορά, όσες φορές κι αν απαιτηθεί, θα δώσουμε το παρών. Βεβαιωμένα. Ισχυρό. Στη συζήτηση δημόσια και κατ’ ιδίαν, στην οργάνωση της πάλης, στις συγκεντρώσεις, στη διασπορά της καλής είδησης, στους δρόμους.
Νιώθουμε. Την ευθύνη, που όμοιά της δεν υπάρχει, να υπηρετούμε τον Άνθρωπο και το δικαίωμά του στη μη εξαναγκασμένη μόρφωση, την απαλλαγμένη από κάθε καταπίεση που εξαπολύουν όλα εκείνα τα σκοτεινά κέντρα αποφάσεων που θέλουν να τον ελέγξουν και να τον βλάψουν. Και ανταποκρινόμαστε.
Υποσχόμαστε. το πνευματικό αγκάλιασμά μας θα παραμένει ζεστό, ειλικρινές, ουσιαστικό και πλατύ, για κάθε μέλος της σχολικής κοινότητας που θα ζητήσει καταφύγιο, κάθε φορά που θα νιώσει ότι έστω και ελάχιστα απειλείται. Ότι θα είμαστε εκεί, ζωντανοί δάσκαλοι, κι όχι ζωντανοί-νεκροί, αφού τέτοια δεν είναι τα πιστεύω μας και οι αρχές μας, αναίτια δεν ορκιστήκαμε όταν λαμβάναμε την εντολή για να επιτελέσουμε το λειτούργημα που επιτελούμε.
Θα σε ξαναδώ.
Νίκος Γαλαζούδης, Εκπαιδευτικός