Οι 50 εκπαιδευτικοί οι οποίοι προσέφυγαν μαζικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας, με δικηγόρο τον καθηγητή του ΕΚΠΑ, Χαράλαμπο Χρυσανθάκη, (η εκδίκαση της υπόθεσης αναβλήθηκε για τις 29 Σεπτεμβρίου) αιτούνται την ακύρωση:
1.- Της με αριθμό Φ.353.1 /20/163161/Ε3 «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επι¬λογής και τοποθέτησης των Διευθυντών Πρωτο¬βάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων που δημοσιεύθηκε στο ΦΕΚ 5833/Τ. Β΄/14.12.2021.
2.- Των με αριθμούς πρωτ.: Βαθμ. Προτερ.: Φ.353.1/21/170016/Ε3 και Φ.353.1/22/170031/Ε3/28.12.2021 Προκηρύξεων – προσκλήσεων ενδιαφέροντος για την επιλογή Διευθυντών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Γενικής Διευθύντριας Εκπαιδευτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Τμήματος Δ΄, Στελεχών ΠΕ & ΔΕ της Διεύθυνσης Υπηρεσιακής Κατάστασης και Εξέλιξης Εκπαιδευτικού Προσωπικού ΠΕ &ΔΕ της Γενικής Διεύθυνσης Εκπαιδευτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων.
3.- Κάθε άλλης συναφούς, προγενέστερης ή μεταγενέστερης πράξης ή παράλειψης της διοίκησης.
Ι. ΙΣΤΟΡΙΚΟ
Υπηρετούμε ως εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Χώρας στους Κλάδους και με τις ειδικότητες που αναφέρονται στον παρακάτω πίνακα.
Περαιτέρω, όλοι είμαστε κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών του εξωτερικού αναγνωρισμένων από τον ΔΟΑΤΑΠ, ενώ οι τίτλοι σπουδών ορισμένων από εμάς, έχουν τύχει (και) αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων από τους αρμόδιους φορείς του Ελληνικού Κράτους (λ.χ. το ΑΤΕΕΝ).
Ειδικότερα:
…………………………………………………………………………………………………..
Με το άρθρο 33 παρ. 6 του Ν.4823/2021, όπως ισχύει, προβλέπεται ότι οι υποψήφιοι που είναι κάτοχοι αναγνωρισμένου πτυχίου, μεταπτυχιακού ή διδακτορικού τίτλου της αλλοδαπής θα πρέπει να εξεταστούν στην ξένη γλώσσα της φοίτησής τους για την απόκτηση του τίτλου αυτού, προκειμένου να μοριοδοτηθούν για τον τίτλο αυτόν και την ξένη γλώσσα σύμφωνα όσα ειδικότερα ορίζει το άρθρο αυτό. Η διάταξη αυτή, κατά τα κρίσιμα στοιχεία της, προβλέπει επί λέξει τα ακόλουθα: «6.- Όσοι υποψήφιοι προσκομίζουν πτυχίο ή μεταπτυχιακό ή διδακτορικό δίπλωμα οποιουδήποτε αναγνωρισμένου ιδρύματος τριτοβάθμιας εκπαίδευσης της αλλοδαπής, προκειμένου να μοριοδοτηθούν για τους τίτλους σπουδών της περ. α΄ της παρ. 2 καθώς και για τη γνώση της ξένης γλώσσας στην οποία αποκτήθηκαν, σύμφωνα με την περ. γ΄της ίδιας παραγράφου, εξετάζονται προφορικά κατά τη διάρκεια της συνέντευξης ενώπιον του αρμόδιου συμβουλίου επιλογής ως προς τη γνώση της ξένης γλώσσας αυτής. Η εξέταση του πρώτου εδαφίου γίνεται από…. Οι εξεταζόμενοι βαθμολογούνται σε δεκάβαθμη κλίμακα. Στην περίπτωση που οι υποψήφιοι βαθμολογούνται με βαθμό μικρότερο του πέντε (5) δεν μοριοδοτούνται για: (α) τους τίτλους σπουδών της περ. α΄της παρ. 2 και (β) τη γνώση της ξένης γλώσσας, οποιουδήποτε επιπέδου, σύμφωνα με την περ. γ΄ της ίδιας παραγράφου…».
Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, οι υποψήφιοι για την κατάληψη θέσης ευθύνης (: Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης, Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Προϊσταμένου σε Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης) στην Πρωτοβάθμια ή στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση υποχρεούνται, εφόσον κατέχουν πτυχίο, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό τίτλο, αλλοδαπού ΑΕΙ, αναγνωρισμένο είτε από το ΔΟΑΤΑΠ ή το ΔΙΚΑΤΣΑ είτε ως επαγγελματικό προσόν να υποστούν εξέταση στην ξένη γλώσσα του τίτλου αυτού, προκειμένου να μοριοδοτηθούν με τα μόρια που προβλέπει ο νόμος τόσο ως προς τους τίτλους σπουδών όσο και ως προς την ξένη γλώσσα.
Στη συνέχεια εκδόθηκε η πρώτη προσβαλλόμενη πράξη με αριθμό Φ.353.1/20/163161/Ε3 «Ρύθμιση θεμάτων σχετικών με τη διαδικασία επι¬λογής και τοποθέτησης των Διευθυντών Πρωτο¬βάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης» απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων (ΦΕΚ 5833/Τ. Β΄/14.12.2021), κατ΄εξουσιοδότηση των άρθρων 33 παρ. 6 και 49 του ν. 4823/2021 (Α’ 136). Ειδικότερα, στο άρθρο 6 παρ.2 περ. β΄της ως άνω υπουργικής απόφασης ορίζεται ότι: «Άρθρο 6/Προετοιμασία και διεξαγωγή της συνέντευξης των υποψηφίων…(1)…, (2) Η διαδικασία της συνέντευξης περιλαμβάνει τα εξής στάδια: α) εισήγηση μέλους του οικείου Συμβουλίου Επι¬λογής, β) προφορική εξέταση του υποψηφίου στην ξένη γλώσσα, αν αυτό απαιτείται, γ) …,δ)….Στη συνέχεια ο υποψήφιος προσέρχεται στην αίθουσα και εξετάζεται προφορικά στην ξένη γλώσσα αν αυτό απαιτείται, κατά τις διατάξεις της παρ. 6 του άρθρου 33 του ν. 4823/2021. Σε αυτή την περίπτωση ο εξεταστής παραδίδει την βαθμολογία του σε σφραγισμένο φάκελο στον πρόεδρο του συμβουλίου….»
Επακολούθησε η έκδοση των δύο με αριθμούς πρωτ. Βαθμ. Προτερ.: Φ.353.1/21/170016/Ε3 και Φ.353.1/22/170031/Ε3/28.12.2021 Προκηρύξεων – προσκλήσεων ενδιαφέροντος για την επιλογή Διευθυντών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Γενικής Διευθύντριας Εκπαιδευτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Τμήματος Δ΄, Στελεχών ΠΕ & ΔΕ της Διεύθυνσης Υπηρεσιακής Κατάστασης και Εξέλιξης Εκπαιδευτικού Προσωπικού ΠΕ &ΔΕ της Γενικής Διεύθυνσης Εκπαιδευτικού Προσωπικού Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων οι οποίες αναρτήθηκαν στoν ιστότοπο “ΔΙΑΥΓΕΙΑ”. Οι προκηρύξεις αυτές, κανονιστικές διοικητικές πράξεις, στηρίζονται στις προαναφερθείσες νομοθετικές και κανονιστικές διατάξεις.
ΛΟΓΟΙ ΑΚΥΡΩΣΕΩΣ
Οι λόγοι ακύρωσης των προσβαλλόμενων πράξεων όπως αναπτύσσονται στην προσφυγή από τον Χαράλαμπο Χρυσανθάκη, είναι οι εξής:
Α΄. Στο πεδίο του δικαίου που αφορά την πρόσληψη και το υπηρεσιακό καθεστώς του προσωπικού του Δημοσίου ισχύουν οι θεμελιώδεις αρχές της ισότητας και της αξιοκρατίας (αρχή της αξιοκρατικής ισότητας), οι οποίες έχουν ιδιαίτερη βαρύτητα κατά τη διαδικασία προαγωγικής εξέλιξης των δημόσιων πολιτικών υπαλλήλων και λειτουργών. Ειδικότερα, το περιεχόμενο της αξιοκρατικής αρχής συνίσταται στο ότι οι προαγωγές, πρέπει να διενεργούνται με βάση την αρχή της ελεύθερης πρόσβασης και σταδιοδρομίας κάθε Έλληνα πολίτη στις δημόσιες θέσεις κατά τον λόγο της προσωπικής του αξίας και ικανότητας (άρθρο 4 παρ. 1 & 4, και 4 και άρθρο 5 παρ. 1 Συντ.). Ο κανόνας αυτός καταλαμβάνει όχι μόνο την διαδικασία εισόδου στη δημόσια διοίκηση, αλλά και, περαιτέρω, τις εν γένει διαδικασίες εξέλιξης (προαγωγής ή ανάθεσης καθηκόντων) των δημοσίων υπαλλήλων ( ΣτΕ 2823/2018, βλ. Επ. Σπηλιωτόπουλου-Χ. Χρυσανθάκη, Βασικοί Θεσμοί Δημοσιοϋπαλληλικού Δικαίου, εκδ. 10η, εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, 2021, αρ. 42, σελ. 26).
Ειδικότερα, το ισχύον Σύνταγμα 1975/1986/2001/2008/2019, στο άρθρο 4 παρ. 1, ορίζει ότι: «Οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου». Με τη διάταξη αυτή, συνιστάται ένας αντικειμενικός κανόνας δικαίου που επιβάλλει στο κράτος την ισότητα των πολιτών απέναντι στο νόμο αλλά και την ισότητα του νόμου απέναντι στους πολίτες. Τούτο σημαίνει ότι η αρχή της ισότητας αφορά, όχι μόνο την εφαρμογή αλλά και την θέσπιση του νόμου. Εξάλλου, κατά την παραπάνω επιταγή, ο κοινός νομοθέτης δεσμεύεται από την αρχή της ισότητας, όχι μόνον όπως διατυπώνεται στο άρθρο 4 παρ. 1, αλλά και όπως αυτή κατοχυρώνεται στις διατάξεις του διεθνούς και του ενωσιακού δικαίου (άρθρα 14 Ε.Σ.Δ.Α. και 2-3 ΣΛΕΕ).
Η αρχή της ισότητας, όπως αποτυπώνεται στο συνταγματικό κείμενο, έχει την έννοια της νομικής ισότητας, της ισότητας δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, υπό την έννοια της ίσης μεταχείρισης των προσώπων από το κράτος. Η ισότητα εκλαμβάνεται με την έννοια της ουσιαστικής ή αναλογικής ισότητας και όχι της αριθμητικής, επιτάσσοντας την ίση μεταχείριση των όμοιων καταστάσεων και την διαφορετική (μεταχείριση) ανόμοιων καταστάσεων. Το περιεχόμενο του πιο πάνω νομικού κανόνα έχει εξειδικευθεί και αναλυθεί από τη νομολογία των ανωτάτων δικαστηρίων , με την οποία, παγίως, έχει κριθεί, ότι ο νομικός κανόνας που πηγάζει από την αρχή της ισότητας, δεσμεύει τα συντεταγμένα όργανα της Πολιτείας και ειδικότερα, τόσο τον νομοθέτη κατά την ενάσκηση της λειτουργίας που του έχει ανατεθεί όσο και τη διοίκηση, όταν ασκεί την αρμοδιότητα έκδοσης κανονιστικών ή ατομικών διοικητικών πράξεων, σύμφωνα με τις διατάξεις του Συντάγματος και του νόμου. Εξάλλου, στη δικαστική λειτουργία ανήκει, δυνάμει των διατάξεων του Συντάγματος, η αρμοδιότητα του ελέγχου της παραβίασης της ανωτέρω συνταγματικής αρχής. Περιεχόμενο του πιο πάνω ελέγχου, αποτελεί η διαπίστωση, ότι διασφαλίζεται με ίσους όρους η πραγμάτωση του κράτους δικαίου και η ελεύθερη ανάπτυξη της προσωπικότητας κάθε ατόμου. Σύμφωνα με τα παραπάνω, κατά τη διενέργεια του ελέγχου από τα δικαστήρια, ο οποίος είναι έλεγχος νομιμότητας και όχι σκοπιμότητας, ερευνάται εάν ο κοινός νομοθέτης ή η κανονιστικώς δρώσα διοίκηση προέβη σε ενιαία ή διαφορετική ρύθμιση, στα όρια της αρχής της ισότητας, δηλαδή με βάση γενικά και αντικειμενικά κριτήρια, λαμβάνοντας υπόψη τις ποικίλες προσωπικές ή πραγματικές καταστάσεις καθώς και τις υφιστάμενες κοινωνικές, οικονομικές, επαγγελματικές ή άλλες συνθήκες. Η εφαρμογή των παραπάνω κριτηρίων αποκλείει την έκδηλη άνιση μεταχείριση είτε με τη μορφή χαριστικού μέτρου ή προνομίου, μη συνδεομένου με αξιολογικά κριτήρια, είτε με τη μορφή επιβολής αδικαιολόγητης επιβάρυνσης αλλά και την αυθαίρετη εξομοίωση διαφορετικών καταστάσεων, οι οποίες τελούν υπό διαφορετικές συνθήκες ή αντίθετα τη διαφορετική μεταχείριση των ίδιων ή παρόμοιων καταστάσεων.
Περαιτέρω ο μνησθείς κανόνας καθιερώνει όχι μόνο την ισότητα των Ελλήνων ενώπιον του νόμου, αλλά και την έναντι αυτών ισότητα του νόμου, υπό την έννοια ότι ο νομοθέτης, όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα ή σχέσεις ή καταστάσεις και κατηγορίες πραγμάτων, δεν μπορεί να μεταχειρίζεται τις περιπτώσεις αυτές κατά τρόπο ανόμοιο, εισάγοντας εξαιρέσεις και κάνοντας διακρίσεις, ούτως ώστε να αποφευχθεί η δημιουργία προνομιακών καταστάσεων και προνομιούχων διοικουμένων, εκτός εάν η διαφορετική ρύθμιση δεν είναι αυθαίρετη, γιατί επιβάλλεται από τους λόγους γενικότερου κοινωνικού ή δημοσίου συμφέροντος, η συνδρομή των οποίων υπόκειται σε κάθε περίπτωση στον έλεγχο των δικαστηρίων.
Εξάλλου, η λειτουργία της αρχής της ισότητας ως θεμελιώδους αρχής του Συντάγματος, επηρεάζει ιδιαίτερα τη σχέση της προς τις λοιπές συνταγματικές διατάξεις και κυρίως, ως προς τη δυνατότητα συστηματικής ερμηνείας και συνδυασμένης εφαρμογής της με άλλες διατάξεις του Συντάγματος. Με τον τρόπο αυτόν, η αρχή της ίσης πρόσβασης στην απασχόληση στις υπηρεσίες του δημόσιου τομέα, αποτελεί μία από τις επιμέρους εκφάνσεις της αρχής της ισότητας. Η ίση πρόσβαση στις δημόσιες θέσεις, γενικά, και όχι μόνο στις δημόσιες λειτουργίες με τη στενή έννοια του όρου, απορρέει από την αρχή της σταδιοδρομίας του καθενός κατά το λόγο της προσωπικής του αξίας δηλαδή από την αξιοκρατική αρχή, η οποία βρίσκει έρεισμα στα άρθρα 4 παρ. 1 & 4, 5 παρ.1 και 103 του Συντάγματος.
Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, όλοι εμείς υπηρετούμε ως Εκπαιδευτικοί Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης της Χώρας στους Κλάδους και με τις ειδικότητες που προαναφέρθηκαν στο ιστορικό της παρούσης. Περαιτέρω, όλοι είμαστε κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών του εξωτερικού αναγνωρισμένων από τον ΔΟΑΤΑΠ, ενώ οι τίτλοι σπουδών ορισμένων από εμάς, έχουν τύχει και αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων από το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ) του Υπουργείου Παιδείας.
Με τα ανωτέρω δεδομένα, η ρύθμιση αυτή του άρθρου 6 παρ.2 περ. β΄της πρώτης προσβαλλόμενης με αριθμό Φ.353.1 /20/163161/Ε3/2021 απόφασης της Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων, η οποία εκδόθηκε, κατ΄εξουσιοδότηση του άρθρου 33 παρ. 6 του ν. 4823/2021 είναι παράνομη και ακυρωτέα, δοθέντος ότι, καθ’ ό μέτρο με αυτήν θεσπίζεται κατά τη διαδικασία της συνέντευξης για την επιλογή Περιφερειακού Διευθυντή Εκπαίδευσης, Διευθυντή Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης και Προϊσταμένου σε Κέντρο Διεπιστημονικής Αξιολόγησης, Συμβουλευτικής και Υποστήριξης στην Πρωτοβάθμια ή στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση Διευθυντών Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης, η προφορική εξέταση ξένης γλώσσας σε υποψήφιους εκπαιδευτικούς που είναι κάτοχοι μεταπτυχιακών τίτλων σπουδών του εξωτερικού αναγνωρισμένων από τον ΔΟΑΤΑΠ ή (και) έχουν τύχει και αναγνώρισης επαγγελματικών δικαιωμάτων από το Αυτοτελές Τμήμα Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (ΑΤΕΕΝ) του Υπουργείου Παιδείας, όπως εμείς, αντίκειται:
(i) στις διατάξεις των άρθρων 4 παρ. 1 & 4, 5 παρ. 1 και 103 παρ. 7 του Συντάγματος που κατοχυρώνουν τις αρχές της ισότητας, της αξιοκρατίας και του δικαιώματος πρόσβασης στις δημόσιες θέσεις και της συναφούς Ενωσιακής Νομοθεσίας ( άρθρα 2, 3 και 10 ΣΛΕΕ) που καθιερώνει την απαγόρευση πραγματοποίησης διακρίσεων (άρθρα 20 και 21 του ΧΘΔΕΕ και οδηγία 2000/78/ΕΚ) όπως επίσης στα άρθρα 14 ΕΣΔΑ και 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα,
(ii) στις θεμελιώδεις ενωσιακές αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκατάστασης στην επικράτεια των κρατών-μελών της ΕΕ (49 ΣΛΕΕ), της ελευθερίας επαγγέλματος και του δικαιώματος στην εργασία (άρθρο 15 του ΧΘΔΕΕ),
(iii) Στην οδηγία 2006/36 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικώς με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων καθώς και στο δικαίωμα διαπραγμάτευσης και συλλογικών δράσεων (άρθρο 28 ΧΘΔΕΕ),
(iv) στην αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου και της χρηστής διοίκησης (προβλ. άρθρο 41 ΧΘΔΕΕ),
(v) στην αρχή της νομιμότητας, και τέλος
(vi) στην αρχή της αναλογικότητας (άρθρα 25 παρ. 1 περ. δ΄ του Συντάγματος)
και ως εκ τούτου, είναι ανίσχυρες ως αντίθετες με το Σύνταγμα, την προαναφερθείσα νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του διεθνούς δικαίου (άρθρο 28 παρ. 1 Συντ). Τούτο, διότι η πρόβλεψη για υποχρέωση υποβολής σε πρόσθετη εξέταση της γλωσσομάθειάς μας συνιστά μία αυθαίρετη προϋπόθεση σε σχέση με τους λοιπούς συνυποψηφίους κατόχους τίτλων σπουδών ελληνικών ΑΕΙ, η οποία ούτε αντικειμενικώς δικαιολογημένη είναι ούτε δικαιολογείται από την αρχή της αναλογικότητας, περιάγοντάς μας αναιτιολογήτως σε υποδέεστερη θέση και ενέχοντας προσβολή της επιστημονικής και επαγγελματική προσωπικότητάς – υπόστασής μας (άρθρα 5 παρ.1 και 16 παρ. 1 & 5 Συντ.). Ομοίως, η περί ης ο λόγος προϋπόθεση αντίκεται στις ανωτέρω ενωσιακές διατάξεις, προσβάλλοντας την ελεύθερη εγκατάσταση και παροχή υπηρεσιών εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ενέχοντας προσβολή του κανόνα της αναγνώρισης των επαγγελματικών δικαιωμάτων, όπως αυτός κατοχυρώνεται στην ενωσιακή νομοθεσία.
Β. Περαιτέρω, η ρύθμιση του άρθρου 33 παρ. 6 του ν. 4823/2021, προσκρούει τόσο στην ρύθμιση περί αναγνωρίσεως τίτλων εκ μέρους του ΔΟΑΤΑΠ (τέως ΔΙΚΑΤΣΑ) όσο και στο τεκμήριο νομιμότητας των αποφάσεων των οργάνων του που αναγνωρίζουν τον οικείο τίτλο ως ισότιμο ή ως ισότιμο και αντίστοιχο προς τα ελληνικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα. Πράγματι, οι διατάξεις του Ν.3328/2005, όπως ισχύει και κατ΄ εξοχήν τα άρθρα 4 και 11 του νόμου αυτού προβλέπουν τις προϋποθέσεις και μία πλήρη διοικητική διαδικασία για την λήψη των σχετικών αποφάσεων. Οι αποφάσεις αυτές συνιστούν ατομικές διοικητικές πράξεις, οι οποίες είναι εξοπλισμένες με το τεκμήριο νομιμότητας. Επομένως δεν μπορούν να αγνοηθούν ή να παρακαμφθούν κατά την μοριοδότηση. Σε διαφορετική περίπτωση παραβιάζεται μία σειρά από σημαντικές διατάξεις και αρχές, δηλαδή: (α) Η αρχή της ισότητας σε σχέση με τους κατέχοντες όμοιους τίτλους ελληνικών Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, οι οποίοι περιάγονται σε αδικαιολογήτως ευνοϊκότερη θέση, παρά τα οριζόμενα από το Σύνταγμα (άρθρο 4 παρ.1) και την Ενωσιακή Νομοθεσία (απαγόρευση πραγματοποίησης διακρίσεων), (β) οι θεμελιώδεις ενωσιακές αρχές της ελεύθερης κυκλοφορίας των υπηρεσιών και της ελευθερίας εγκατάστασης στην επικράτεια των κρατών-μελών της ΕΕ, (γ) η αρχή της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης των κατόχων των συγκεκριμένων τίτλων, οι οποίοι αφού φοίτησαν στην αλλοδαπή, απέκτησαν τον οικείο τίτλο, ο οποίος ενώ έτυχε αναγνώρισης από τον αρμόδιο φορέα της Πολιτείας, σήμερα πλέον αιφνιδιάζονται από την μεταβολή της στάσης του νομοθέτη, ενόψει του συγκεκριμένου ζητήματος, η οποία σε πολλές περιπτώσεις επέρχεται μετά από πολλά έτη κατοχής του οικείου αναγνωρισμένου τίτλου σπουδών, (δ) το τεκμήριο νομιμότητας της πράξης του ΔΟΑΤΑΠ/ΔΙΚΑΤΣΑ και, τέλος, (ε) η αρχή της αναλογικότητας, υπό την έννοια ότι η ρύθμιση αυτή δεν παρίσταται πρόσφορη και αναγκαία για την επίτευξη του σκοπού του νομοθέτη που είναι η διακρίβωση της ξένης γλώσσας, καθ΄ ην στιγμή ο υποψήφιος κατέχει τίτλο (προπτυχιακό, μεταπτυχιακό ή διδακτορικό) στην γλώσσα ακριβώς αυτή.
Τα αυτά ισχύουν και ως προς την εξέταση της ξένης γλώσσας. Τίτλος που αποκτήθηκε από αλλοδαπό ίδρυμα, σύμφωνα με την γλώσσα του, δεν νοείται ενόψει των ανωτέρω αρχών να αμφισβητείται σε σχέση με την γλωσσομάθεια που οδήγησε στην απόκτησή του, αφης στιγμής η ίδια η κατοχή του τίτλου την αποδεικνύει.
Γ. Επίσης, η ρύθμιση φαίνεται να μην λαμβάνει υπόψη της την αναγνώριση των επαγγελματικών δικαιωμάτων από το ΣΑΕΠ και ήδη το ΑΤΕΕΝ σύμφωνα με όσα ορίζει το Π.Δ. 38/2010 και ο Ν. 4635/2019 (άρθρο 168). Η αναγνώριση αυτή προβλέπεται κατ΄ εφαρμογή των ενωσιακών ορισμών (οδηγία 2006/36 ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 7ης Σεπτεμβρίου 2005, σχετικώς με την αναγνώριση των επαγγελματικών προσόντων) και συνιστά εφαρμογή των ως άνω θεμελιωδών κοινοτικών-ενωσιακών ελευθεριών, προκειμένου οι πολίτες της ΕΕ να μπορούν να ασκήσουν ακωλύτως το επάγγελμά τους στην επικράτεια της Ένωσης. Τούτο σημαίνει ότι αφής στιγμής τα περί ων ο λόγος επαγγελματικά προσόντα ή τίτλοι έτυχαν αναγνώρισης εξ απόψεως επαγγελματικής ισοδυναμίας σύμφωνα με την ενωσιακή και την ελληνική νομοθεσία από τους αρμόδιους κρατικούς φορείς δεν μπορούν να παραγνωρίζονται στο πλαίσιο της συγκεκριμένης διαδικασίας.
Επειδή, σε κάθε περίπτωση, εξαιτίας της παράνομης, αδικαιολόγητης και αιφνιδιαστικής συμπεριφοράς του αντιδίκου, σήμερα, έχουμε περιέλθει σε δεινή επαγγελματική θέση, καθόσον περιορίζεται αδικαιολόγητα η δυνατότητα πρόσβασής μας στην ανώτατη υπαλληλική ιεραρχία, χωρίς δική μας υπαιτιότητα και ως εκ τούτου, οι προσβαλλόμενες πράξεις της διοίκησης είναι παράνομες και ακυρωτέες, λόγω παράβασης νόμου κατά τα προεκτεθέντα.
Επειδή οι προσβαλλόμενες πράξεις είναι μη νόμιμες εσφαλμένες και αντίθετες με τις διατάξεις του Συντάγματος και του Ενωσιακού Δικαίου και ως εκ τούτου ακυρωτέες.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
που είναι νόμιμοι και βάσιμοι καθώς και για όσους επιφυλασσόμεθα να προσθέσουμε στο μέλλον,
ΖΗΤΟΥΜΕ
-Να γίνει δεκτή η υπό κρίση αίτηση ακυρώσεως.
-Να ακυρωθούν οι προσβαλλόμενες πράξεις.
-Να καταδικαστεί το καθ’ ού στη δικαστική δαπάνη μας.