
Σπύρος Γεωργάτος και Γιώργος Χουρδάκης*
Πρόσφατα, δημοσιεύθηκε στον ημερήσιο τύπο η άποψη διακεκριμένων πανεπιστημιακών, που εισηγούνται τη δημιουργία ενός νέου θεσμού, του Εθνικού Οργανισμού Έρευνας (Ε.Ο.Ε., εφημερίδα «Καθημερινή», 6/6/22). Η πρόταση έχει ενδιαφέρον, γιατί αφορά ένα διαρθρωτικό πρόβλημα: την έλλειψη ενιαίας στρατηγικής, που χαρακτηρίζει τον σχεδιασμό και τη χρηματοδότηση της επιστημονικής έρευνας στη χώρα μας.
Η διάγνωση του προβλήματος είναι ακριβής και η πρωτοβουλία αξιέπαινη. Το σχέδιο όμωςαφήνει αναπάντητα ορισμένα καίρια ερωτήματα. Ένα πρώτο ερώτημα είναι εάν μια ενιαία ερευνητική στρατηγική προϋποθέτει απαραιτήτως έναν ενιαίο φορέα ερευνητικής χρηματοδότησης, που συγκεντρώνει όλους τους διαθέσιμους πόρους, από το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (Π.Δ.Ε.) και τα Ε.Σ.Π.Α., μέχρι την εθνική συμμετοχή από τα ευρωπαϊκά προγράμματα και τις χορηγίες από κοινωφελή Ιδρύματα, όπως προτείνεται. Η σύντομη απάντηση εδώ είναι «όχι».
Ανάμεσα στους καθαρά εθνικούς πόρους και τους πόρους που προέρχονται από τα διαρθρωτικά και επενδυτικά ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή τις ιδιωτικές χορηγίες υπάρχει μια θεμελιώδης διαφορά: οι μεν είναι εντελώς «πλαστικοί» και μπορούν εν δυνάμει να εξυπηρετήσουν στρατηγικές επιλογές της χώρας, ενώ οι δεύτεροι συνοδεύονται από ένα αρκετά περιοριστικό πλαίσιο εξειδίκευσης και διέπονται από κανόνες που δεν ορίζονται σε εθνικό επίπεδο. Για παράδειγμα, το Π.Δ.Ε. μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί για τη χρηματοδότηση ή τη συγχρηματοδότηση οποιουδήποτε εθνικά σημαντικού εγχειρήματος (όπως έγινε στην περίπτωση του Hellenic Universities I και του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. με τη βοήθεια της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων), ενώ τα Ε.Σ.Π.Α. δεν έχουν ως στόχο την έρευνα per se και εστιάζονται σε παράπλευρες δράσεις, που αφήνουν εκτός μεγάλες θεματικές περιοχές των ανθρωπιστικών και κοινωνικών επιστημών όπως και όλη τη βασική έρευνα.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων, είναι πρόδηλο ότι η συγκέντρωση πόρων από προγράμματα με διαφορετική στόχευση κάτω από την ομπρέλα του Ε.Ο.Ε. δεν πρόκειται να εξυπηρετήσει το ενιαίο μιας ερευνητικής στρατηγικής, παρά μόνο στο επίπεδο του «συμβολικού». Ο κίνδυνος όμως που ελλοχεύει εδώ είναι η πλήρης γραφειοκρατικοποίηση και τελικά η χειραγώγηση του νέου θεσμού από την πολιτική εξουσία, δηλαδή το ακριβώς αντίθετο από εκείνο που επιδιώκεται στη συγκεκριμένη περίπτωση, αν δεχθούμε όσα προτείνονται τοις μετρητοίς.
Η διεθνής πρακτική είναι άλλωστε καλός οδηγός. Η πολυμορφία των χρηματοδοτικών μηχανισμών είναι το υπόδειγμα που κυριαρχεί τόσο στην Ευρώπη όσο και στις Η.Π.Α., όπου υπάρχουν τουλάχιστον 26 ομοσπονδιακοί φορείς χρηματοδότησης της Έρευνας και Καινοτομίας, καθώς και πλήθος μη ομοσπονδιακών. Η προεδρεία Biden, εκτός από την ενίσχυση του N.S.F., προσπαθεί μάλιστα να δημιουργήσει και νέους φορείς χρηματοδότησης, πέραν των ήδη υφιστάμενων (π.χ. το ARPA-Health και το ARPA-Climate).
Πέρα όμως από τους πόρους, υπάρχει και ένα δεύτερο πρόβλημα. Εάν υιοθετηθεί η πρόταση που κατατέθηκε, ποιος άραγε θα είναι ο ρόλος των υφιστάμενων δομών, όπως το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. και η Γενική Γραμματεία Έρευνας-Καινοτομίας (Γ.Γ.Ε.Κ.); Πόσο σκόπιμο θα ήταν να περιθωριοποιηθούν ή και να καταργηθούν αυτές οι δομές, οι οποίες έχουν με τα χρόνια αποκτήσει σημαντική τεχνογνωσία και διαχειριστική εμπειρία, έχουν δημιουργήσει μια παράδοση αξιοπιστίας και αναγνωρίζονται πλέον από το ακαδημαϊκό-ερευνητικό οικοσύστημα ως οργανικό μέρος του;
Τόσο το ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. όσο και η Γ.Γ.Ε.Κ. εξυπηρετούν συγκεκριμένες (και διακριτές) λειτουργίες, που δεν μπορεί να συμπτυχθούν μέσα στο ίδιο σχήμα. Θα πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν ότι η ειδοποιός διαφορά του ΕΛ.ΙΔ.Ε.Κ. από άλλους φορείς ερευνητικής χρηματοδότησης είναι η δυνατότητα που παρέχεται στο Ίδρυμα βάσει του ιδρυτικού του νόμου να σχεδιάζει ab initio ερευνητικές δράσεις και όχι απλώς να διαχειρίζεται ερευνητικά κονδύλια. Από την άλλη πλευρά, η Γ.Γ.Ε.Κ. έχει εκ του νόμου την αρμοδιότητα για το σχεδιασμό και τον συντονισμό της υλοποίησης της εθνικής πολιτικής Έρευνας, Τεχνολογικής Ανάπτυξης και Καινοτομίας. Ασκεί την αρμοδιότητα αυτή είτε ως Φορέας Διαχείρισης για τα έργα κρατικών ενισχύσεων (συνεργατικά έργα ανάμεσα σε δημόσιους φορείς και επιχειρήσεις και ερευνητικά έργα μεμονωμένων επιχειρήσεων) είτε ως Επιτελική Δομή για την Έρευνα και Καινοτομία.
Τούτων δοθέντων, εκτίμησή μας είναι ότι το συγκεντρωτικό μοντέλο διοίκησης του Ε.Ο.Ε. που προτείνεται δεν θα συναντήσει την αποδοχή της ελληνικής ακαδημαϊκής-ερευνητικής κοινότητας, δεδομένου ότι τα ΑΕΙ και Ερευνητικά Κέντρα της χώρας αισθάνονται πλέον την ανάγκη να αυξήσουν τους βαθμούς ελευθερίας τους ως προς την επιλογή και την προτεραιοποίηση των ερευνητικών τους κατευθύνσεων. Το υπόδειγμα λοιπόν που προσιδιάζει στον ελληνικό επιστημονικό σχηματισμό δεν είναι το European Research Council (E.R.C.), αλλά το Deutsche Forschungsgemeinschaft (D.F.G.), που λειτουργεί στη Γερμανία με εκπροσώπηση όλων των ακαδημαϊκών και ερευνητικών φορέων αυτής της χώρας.
Αυτά είναι τα κύρια σημεία της κριτικής μας. Το κείμενο που δημοσιεύθηκε προηγουμένως περιέχει πάντως δύο ρηξικέλευθες προτάσεις, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση μιας παραγωγικής συζήτησης και, εν τέλει, μιας συναινετικής λύσης. Το ένα είναι ότι η έρευνα θα πρέπει να συμπεριληφθεί στον κρατικό προϋπολογισμό· το άλλο ότι θα ήταν σκόπιμη η δημιουργία ενός ξεχωριστού υπουργείου Έρευνας-Καινοτομίας. Με έναν συντηρητικό υπολογισμό, οι πραγματικές ανάγκες για τη στήριξη της ελεύθερης έρευνας στα Πανεπιστήμια και τα Ερευνητικά Κέντρα σε βάθος πενταετίας ξεπερνούν το 1 δις ευρώ. Η Πολιτεία πρέπει πρώτα από όλα να αποσαφηνίσει τις προθέσεις της. Τα υπόλοιπα έπονται.
Ο Σπύρος Γεωργάτος είναι καθηγητής στο Ιατρικό Τμήμα του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων και Αντιπρύτανης Έρευνας
Ο Γιώργος Χουρδάκης είναι διδάκτορας Φυσικής