Διάδωσέ το
Αξιολογώντας παιδαγωγικά το συμβάν στο Μουσικό Σχολείο Ιλίου
Χαράλαμπος Κωνσταντίνου, Ομότιμος Καθηγητής Σχολικής Παιδαγωγικής και Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης Πανεπιστημίου Ιωαννίνων-Αντιπρόεδρος Παιδαγωγικής Εταιρείας Ελλάδος
Με αφορμή το συμβάν στο Μουσικό Σχολείο στο Ίλιον, θα παρέμβουμε με μια συνοπτική παιδαγωγική ερμηνεία του, εστιάζοντας στην παιδαγωγική ευθύνη του σχολείου, των εκπαιδευτικών και των γονέων.
Ξεκινάμε την προσέγγιση του θέματος υπογραμμίζοντας τον ρόλο της διαπαιδαγώγησης και της κοινωνικοποίησης στο οικογενειακό, σχολικό και κοινωνικό περιβάλλον. Ειδικότερα, ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της οικογένειας, οι σχέσεις των μελών της, με ειδική αναφορά στα ερεθίσματα, τα συναισθήματα, τις συνήθειες, τα κίνητρα και, γενικά, τα βιώματα με τα οποία, σε καθημερινή βάση, έρχεται αντιμέτωπο το κάθε παιδί, παίζουν καταλυτικό ρόλο στη συμπεριφορά του. Σε επίπεδο σχολείου, η οργάνωση και λειτουργία της εκπαιδευτικής ζωής και η παρεχόμενη ποιότητα της παιδείας καθορίζουν σε υψηλό βαθμό την κοινωνική συμπεριφορά του μαθητή, λαμβάνοντας υπόψη ότι το σχολείο, ως σημαντικός κοινωνικός θεσμός, είναι επιφορτισμένο να παρέχει στους μαθητές του οργανωμένη και συστηματική μάθηση, αγωγή και κοινωνικοποίηση. Τελικά και σε ευρύτερο επίπεδο, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι ο τρόπος οργάνωσης και λειτουργίας της κοινωνίας, από άποψη πολιτισμική, επιστημονική, πολιτική και οικονομική, καθορίζει το περιεχόμενο, τους προσανατολισμούς, τις στάσεις, τις αντιλήψεις, τις νοοτροπίες και, γενικότερα, την κουλτούρα της συμπεριφοράς των μελών της.
Από την παραπάνω συνοπτική ανάλυση, αναδεικνύεται η ευθύνη που επωμίζονται η οικογένεια και το σχολείο, δεδομένου ότι η εξουσιαστική επιρροή που διαθέτουν στο ζήτημα της οργάνωσης και της λειτουργίας της παιδαγωγικής επικοινωνίας είναι καθοριστικής σημασίας για την ποιότητα της παιδαγωγικής σχέσης και για τη διαμόρφωση της κοινωνικής συμπεριφοράς του ατόμου. Οι παράμετροι αυτές οδηγούν και σ’ ένα άλλο συμπέρασμα, ότι, στις περιπτώσεις που παρουσιάζονται προβλήματα και συγκρούσεις με τα παιδιά, η αναζήτηση των ευθυνών πρέπει να αφορά, πρωτίστως, τους ίδιους τους φορείς της παιδαγωγικής και θεσμικής εξουσίας. H εμφάνιση, συνεπώς, κάποιου προβλήματος που αφορά την παιδαγωγική και κοινωνική σχέση, θα πρέπει να μην αποδοθεί αυτοδίκαια και αυτονόητα ως ατομική υπόθεση του παιδιού, αλλά ως γεγονός αλληλεπίδρασης και, πρωτίστως, ως προϊόν συνολικής θεσμικής και παιδαγωγικής επίδρασης.
Αναφορικά με το σχολείο ως παιδαγωγικό θεσμό, οφείλουμε να τονίσουμε ότι επιβάλλεται να διαμορφώνει ενιαίες, δίκαιες και σταθερές εκπαιδευτικές συνθήκες για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές. Συνεπώς, αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη, το σχολείο να αναδείξει έμπρακτα σε κυρίαρχη διαδικασία τη διαπαιδαγώγηση των μαθητών του, η οποία, μέχρι τώρα, παίζει έναν, σαφώς, υποβαθμισμένο ρόλο. Αυτό είναι ένα σημαντικό μειονέκτημα στη λειτουργία του ελληνικού σχολείου, όταν, μάλιστα, έχει αποδειχθεί επιστημονικά ότι η προώθηση των κοινωνικών αξιών, των στάσεων και, συνολικά, η διαμόρφωση της προσωπικότητας του ανθρώπου συναρτώνται άμεσα με το είδος της αγωγής που ασκείται σε αυτόν. Το σχολείο έχει την οργανωτική και παιδαγωγική δυνατότητα, με τη συνεργασία των μαθητών, να θεσπίζει, εκεί όπου είναι εφικτό, σαφείς κανόνες, που αφορούν την επικοινωνία, τη σχέση και, γενικότερα, τη συμπεριφορά των μετεχόντων στην αλληλεπίδραση, έτσι ώστε να διασφαλίζεται το πλαίσιο μιας ομαλής κοινωνικής επικοινωνίας. Το γεγονός αυτό θα ευνοούσε αναντίρρητα τον μαθητή, μέσα από παιδαγωγικές περιστάσεις, να αποκτήσει προσωπική και κοινωνική ταυτότητα, καθώς και πληρότητα στην επικοινωνία και πράξη. Τα προβαλλόμενα πρότυπα και οι επιδράσεις, που δέχεται σήμερα το παιδί και ο νέος, έχουν λάβει μια έντονη αλλά και ανεξέλεγκτη μορφή. Αυτός είναι ένας επιπλέον λόγος, για να λάβει η αγωγή τον ρόλο που της ανήκει δικαιωματικά, αυτονόητα και επιτακτικά πλέον στο σχολείο.
Χωρίς αμφιβολία, οι κανόνες θέτουν τα όρια δραστηριοποίησης και αλληλεπίδρασης των μελών μιας κοινωνικής ομάδας, τα οποία προσδιορίζουν το πλαίσιο δράσης και αντίδρασης ενός ατόμου, λειτουργώντας ως γνώμονες του επιτρεπτού και του απαγορευμένου. Αναφερόμενοι ιδιαίτερα στο οικογενειακό και σχολικό περιβάλλον, το παιδί, μέσα από την οριοθέτηση, μαθαίνει ποια συμπεριφορά είναι αποδεκτή και ποια δεν είναι. Μαθαίνει, επίσης, τις συνέπειες της παράβασης και της υπέρβασης και ότι η εφαρμογή των κανόνων το προστατεύει από κινδύνους, όταν, αναντίρρητα, κινείται και δραστηριοποιείται στο οριοθετημένο πλαίσιο που προσδιορίζει τη συμπεριφορά του. Ως εκ τούτου, τα όρια είναι απαραίτητο να διατυπώνονται με σαφήνεια, ορθολογική επιχειρηματολογία και θετικό λόγο, να τηρούνται με συνέπεια και σταθερότητα και να χαρακτηρίζονται από ευελιξία και προσαρμοστικότητα, ανάλογα με τις ηλικιακές και λοιπές ιδιαιτερότητες των παιδιών. Με τη μορφή και το περιεχόμενο αυτό, οι κανόνες και, κατά συνέπεια, η εφαρμογή τους συντείνουν στην ανάπτυξη της υπευθυνότητας, της εντιμότητας, του αυτοπροσδιορισμού και της δημοκρατικότητας του ατόμου
Στο σημείο αυτό θα πρέπει να επισημάνουμε ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού, ως πρωταγωνιστή της εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι σημαντικός, δεδομένου ότι έχει την ευθύνη να διαμορφώσει ένα περιβάλλον με παιδαγωγικά χαρακτηριστικά, όπου να μπορεί το παιδί να αναπτύξει ομαλά και, κατά το δυνατόν, αρμονικά την προσωπικότητά του. Βέβαια, οι πρακτικές που χρησιμοποιεί κανείς, όταν επιτελεί τον ρόλο του, εξαρτώνται από την υφιστάμενη περίσταση, το είδος της επίδρασης που ασκείται σε αυτό τον ρόλο και την ιδιότητα που φέρει το άτομο στη συγκεκριμένη περίσταση. Το σημείο αυτό αναδεικνύεται ιδιαίτερα, δεδομένου ότι ο ρόλος του εκπαιδευτικού εξαρτάται σε καθοριστικό βαθμό, κυρίως, από: α) την επιστημονική, παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση και, συνολικά, την επαγγελματική συγκρότηση και τη διαμόρφωση της προσωπικότητάς του, β) τη σχολική πραγματικότητα με τις συνθήκες οργάνωσης και λειτουργίας του σχολείου, τον ρόλο του διευθυντή, την οργάνωση της σχολικής ζωής, το σχολικό κλίμα κ.ο.κ. και γ) το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, δηλαδή τους διάφορους τομείς της κοινωνικής ζωής, όπως είναι π.χ. ο πολιτισμός, το αξιακό σύστημα, η πολιτική, η οικονομία κ.ο.κ.
Σήμερα αναδεικνύεται επιτακτικά η ανάγκη της πληρέστερης επαγγελματικής συγκρότησης των εκπαιδευτικών, για να διαχειριστούν, εκτός από τις καθιερωμένες παιδαγωγικές και διδακτικές ανάγκες, και την πολιτισμική ετερότητα των μαθητών και τα αυξημένα ποσοστά παραβατικότητας ή παρόμοιων συμπεριφορών τους. Η ανεπαρκής θεωρητική και πρακτική παιδαγωγική και διδακτική κατάρτιση, με διαχρονική ευθύνη, κυρίως, του Υπουργείου Παιδείας και των Πανεπιστημίων, οδηγεί, σχεδόν αναπόφευκτα, τον εκπαιδευτικό δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης στην αναζήτηση γνώσης μέσα από τις ίδιες τις εμπειρίες του, που αντλούνται είτε από τα προσωπικά βιώματά του ως μαθητή είτε από τα βιώματά του ως εκπαιδευτικού από την καθημερινή πράξη του. O εκπαιδευτικός, ως βασικός υπεύθυνος και αρμόδιος για την οργάνωση της παιδαγωγικής επικοινωνίας στο σχολείο, φέρει καθοριστική ευθύνη για τη μορφή που παίρνει το περιεχόμενο της αγωγής και της κοινωνικοποίησης, για το είδος της παιδαγωγικής σχέσης – επικοινωνίας και, ασφαλώς, για τα συνακόλουθά τους που συνδέονται με τη διαμόρφωση της προσωπικότητας του μαθητή.
Βασιζόμενοι, λοιπόν, στην παραπάνω σύντομη παιδαγωγική προσέγγιση και σε σχέση με το συμβάν στο Μουσικό Σχολείο στο Ίλιον, γίνεται σαφές ότι η οποιαδήποτε συμπεριφορά του μαθητή στο σχολικό περιβάλλον επιβάλλεται να τύχει της αρμόζουσας παιδαγωγικής διαχείρισης από το σχολείο και, ειδικότερα, τον εκπαιδευτικό. Ο εκπαιδευτικός έχει κάθε φορά την παιδαγωγική ευθύνη να αναλύει την ατομική συμπεριφορά του μαθητή σε όλες τις παιδαγωγικές και κοινωνικές διαστάσεις της, προκειμένου να προβεί με πιο αποτελεσματικό τρόπο στην παιδαγωγική ερμηνεία και αντιμετώπισή της. Και στη διαχείριση αυτή δεν έχουν καμία θέση οι απειλές, οι χαρακτηρισμοί, οι ειρωνείες, οι στιγματισμοί και οι προσβολές. Αυτού του είδους η διαχείριση εκ μέρους του εκπαιδευτικού είναι ακατάλληλο πρότυπο για τον μαθητή και, επιπλέον, είναι μια εκπαιδευτική ενέργεια που δεν συμβάλλει στην εξομάλυνση και την αποφυγή μιας συμπεριφοράς που θεωρείται μη αποδεκτή. Μια τέτοια ανάλυση θα αναδείξει και το γεγονός ότι η εφαρμογή των κανόνων είναι για το κοινό όφελος όλων των εμπλεκομένων στην εκπαιδευτική διαδικασία. Αυτό συνεπάγεται ότι ο εκπαιδευτικός συνεισφέρει ώστε στο σχολικό περιβάλλον να διασφαλίζεται ένα παιδαγωγικό κλίμα που δεν προάγει συμπεριφορές μαθητών που παρακωλύουν την εύρυθμη διεξαγωγή της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Τέτοιες συμπεριφορές είναι π.χ. η απόσπαση της προσοχής και του ενδιαφέροντος των μαθητών από τη μαθησιακή διαδικασία. Για τον λόγο αυτό το σχολείο μεριμνά, ώστε να επικρατούν, κατά το δυνατόν, ενιαίες, ισότιμες και δίκαιες συνθήκες για όλους ανεξαιρέτως τους μαθητές.
Όπως τονίστηκε σε άλλο σημείο, οι γονείς, λόγω του θεσμικού τους ρόλου, είναι συνυπεύθυνοι για την αγωγή και κοινωνικοποίηση των παιδιών τους και, ειδικότερα, για τη συμπεριφορά τους στο σχολικό και το ευρύτερο περιβάλλον. Από το άλλο μέρος, ο εκπαιδευτικός ασκεί, αναμφίβολα, ένα πολύπλοκο και δύσκολο έργο, το οποίο χρήζει αναγνώρισης και συμπαράστασης από όλους τους εμπλεκομένους και, πιο ειδικά, από τους γονείς. Συνεπώς, το δέον είναι ο εκπαιδευτικός να διευκολύνεται και όχι να παρεμποδίζεται στο παιδαγωγικό έργο του. Με την προϋπόθεση, όμως, ότι ο ίδιος επιδεικνύει τη δέουσα παιδαγωγική υπευθυνότητα και σοβαρότητα στην άσκηση του έργου του.
Σε κάθε περίπτωση, η μεγάλη παιδαγωγική ευθύνη του σχολείου είναι να παρέχει συστηματική εκπαίδευση και, συνεπώς, συστηματική αγωγή και κοινωνικοποίηση σε αποδέκτες, από τους οποίους εξαρτώνται καθοριστικά η κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη και, ασφαλώς, η ίδια η λειτουργία και προοπτική του δημοκρατικού και κοινωνικοπολιτισμικού συστήματος. Επομένως, το σχολείο οφείλει να αποκαταστήσει μια παραμελημένη λειτουργία του, η οποία θα ενισχύσει τον παιδαγωγικό ρόλο του. Αν αυτό συμβεί, θα αποβεί ασφαλώς προς όφελος, πρωτίστως, του ίδιου του μαθητή και, ταυτόχρονα, της ίδιας της κοινωνίας. Με άλλη διατύπωση, θέλουμε ένα σχολείο που να είναι κοντά στις ανάγκες, τα ενδιαφέροντα και, γενικά, στα ατομικά γνωρίσματα του μαθητή, ένα σχολείο που, πέραν των γνώσεων που παρέχει, να ενδιαφερθεί περισσότερο για την ανάπτυξη της προσωπικότητας του μαθητή. Θέλουμε ένα σχολείο που να καλλιεργεί και να ενισχύει την αυτοεκτίμηση και τον αυτοπροσδιορισμό του μαθητή και, γενικότερα, την ατομικότητα και την κοινωνικότητά του.