«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες
«Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο. Τι πιο όμορφο για ένα βιβλίο;»
– Ποια είναι η ευτυχία μου, η ευτυχία ενός βιβλίου; Μα νομίζω πως το αιώνιο όνειρο όλων των είναι να είμαστε πάντα ανοιχτά…, να μας κρατούν τα χέρια κάποιου ανθρώπου…, να αναπλάθουν οι άνθρωποι την καθημερινή τους πραγματικότητα σε μια άλλη πιο αληθινή πραγματικότητα…
– Όμως εγώ είμαι ένα σχολικό βιβλίο και με ανοίγουν και με διαβάζουν από υποχρέωση και συχνά δε νοιώθω το ξαλάφρωμα της ανθρώπινης ψυχής ούτε το φτερούγισμα της φαντασίας του νου μέσα στις γραμμές μου. Οργώνουν ξανά και ξανά τις σελίδες μου τα παιδικά μάτια, μα δεν είναι καθόλου ξέγνοιαστα, καθόλου αθώα. Το φύσημα της αναπνοής του μικρού μου αφεντικού έχει μια μυρωδιά άγχους. Τα δάκτυλά του είναι νευρικά και τσακίζουν συνέχεια τις γωνίες των φύλλων μου. Γραμμές από μελάνι με νεύρο γραμμένες, χαράσσουν με θυμό το κάτω μέρος των προτάσεων. Που και που πέφτω με δύναμη στα χέρια κάποιου μεγάλου και ακούω και εγώ το περιεχόμενό μου από το μικρό φίλο.
«Μην το αποστηθίζεις», ακούω συνέχεια τη μαμά να φωνάζει. Και άλλοτε αριά και που: «Μα δε λέει έτσι το βιβλίο. Δε διαβάζεις καθόλου». Και μαλώνουν και χωρίζουν θυμωμένοι, η μαμά μουρμουρίζοντας πάει κατά την τηλεόραση (μόλις τότε είχε αρχίσει να μπαίνει στα σπίτια) και ο φίλος μου όλο νεύρα για το δωμάτιό του δίνοντάς μου ένα πέταγμα σε κάποια γωνιά. Ήμουν στεναχωρημένο. Γιατί να μη μπορείς να δώσεις χαρά αφού ανοίγεις τα μάτια του μυαλού σε όλο και πιο μακρινούς ορίζοντες, σε τόπους άγνωστους, σε χρόνους μακρινούς και απίθανους;
Τέλειωσε η χρονιά, δεν έμαθα πως πήγε ο φίλος μου στις εξετάσεις. Πάντως με ξεφορτώθηκε γρήγορα-γρήγορα. του Κωστή σε ένα μικρό χωριουδάκι. Με μετέφερε κάποιος θείος του, για να με διαβάσει πριν με διδαχθεί στο σχολείο, γιατί «τα αρχαία είναι δύσκολα και πρέπει να προετοιμαστείς», του είπε και συνέχισε με πιο σπουδαίο ύφος «να το προσέξεις πολύ γιατί είναι η ‘Αλεξάνδρου ανάβασις’ του Αρριανού».
Κάθε μέρα με έπαιρνε κοντά του στα χωράφια και στις δουλειές. Με είχε μη στάξει και μη βρέξει. Όλο με κοιτούσε μην πάθω κάτι, μην κιτρινίσει τα φύλλα μου ο ήλιος, μην βραχώ και κατσαρώσει το χαρτί μου, μην τσαλακωθεί κανένα κομμάτι μου και στο σπίτι ξεκουραζόμουν στα πιο όμορφα μέρη. Και όλο με διάβαζε. Χαμογελούσαν διαρκώς τα χείλη του σαν τον πήγαινα στους μακρινούς τόπους της εκστρατείας του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Λαμπύριζαν τα μάτια του κάθε φορά που ξέμπλεκε το νόημα του αρχαίου λόγου μου. Ποιος είπε ότι ένα σχολικό βιβλίο δε μπορεί να είναι ευτυχισμένο;
– Και όταν η χρονιά τέλειωσε, με έβαλε σε ένα καλό μέρος σε μια αυτοσχέδια λιτή βιβλιοθήκη. Και όταν το παιδί μεγάλωσε και σπούδασε, κάθε φορά που ερχόταν στο πατρικό του σπίτι, με ξεφύλλιζε και διάβαζε σκόρπιες σελίδες μου. Σαν έριξαν κάποτε το παλιό σπίτι, για να φτιάξουν ένα καινούργιο, βρέθηκα σε κάποια κούτα και μετά από κάποιους μήνες είχα άλλο αφεντικό χωρίς να πολυκαταλάβω το πώς έγινε αυτό. Το μόνο που άκουσα είναι ότι ο καλός μου φίλος έκανε ακαδημαϊκή καριέρα στην Αμερική. Πέρασαν τα χρόνια, χωρίς να ασχολείται κανείς μαζί μου και κάποια ημέρα ακούω τον πατέρα του Κωστή να λέει: «Βρήκα έναν φίλο που αγοράζει παλιά βιβλία, να τα δώσουμε όλα αφού μόνο βάρος μάς προσθέτουν». Πού να καταλάβει το πώς πρόκοψε ο γιος του…
– Κανένας δεν… πήρε το μέρος μου και έτσι ξαναβρέθηκα στην Αθήνα, στο Μοναστηράκι, σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο στην οδό Αβησσυνίας. Με έβαλαν σε ένα απόμερο ράφι μαζί με άλλα τέσσερα της κατηγορίας μου… Κόσμος έμπαινε, κόσμος έβγαινε, αγόραζε, πουλούσε, κουβέντιαζαν, έλεγαν συχνά-πυκνά για τα παλιά χρόνια, για μάς καμιά αναφορά. Οι μήνες και τα χρόνια περνούσαν, η σκόνη μόνο μάς άγγιζε και όλο μαζευόταν επάνω μας. Και εμείς το ένα επάνω στο άλλο, στο ίδιο έργο θεατές.
Κάποια Κυριακή πρωί, μπήκε ένας κύριος και ερώτησε αν υπάρχουν παλιά σχολικά βιβλία. Μας αγόρασε και τα πέντε βιβλία. Ευτυχώς γιατί είχαμε γίνει «ένα» σαν οι τόμοι ενός συγγραφέα. Σα βγήκε έξω, μας ξεσκόνισε προσεκτικά, μας ξεφύλλιζε με μια απέραντη ευχαρίστηση, το πρόσωπό του φώτισε. Το άγγιγμά του κάτι μου θύμιζε: το άγγιγμα του Κωστή στο χωριό. Μα δεν ξέρω αν είναι αλήθεια. Έτσι κι αλλιώς όλοι οι βιβλιοφάγοι το ίδιο άγγιγμα έχουν. Ένοιωθα πάντως ότι τον έκανα ευτυχισμένο.
– Η ανάγκη παντός είναι το φως.
Το φως είναι μέσα στο βιβλίο.
Αφήστε το να ακτινοβολήσει.
Αν θέλετε θαλπωρή, βάλτε παντού βιβλία.
Βίκτωρ Ουγκώ
Π
που μοριοδοτεί και στους δύο πίνακες